Οι συµβολισµοί µιας σαπουνόπερας
Ενδιαφέρον παζλ συµβολικών χαρακτήρων πίσω από τον παραµυθένιο έρωτα του Ονούρ και της Σεχραζάτ. Ενας έρωτας που έγινε η µόδα του φετινού καλοκαιριού, ένα παζλ συµβολισµών συνθέτει µια εικόνα για την τουρκική κοινωνία και τις αξίες της. Το σκοτεινό πρόσωπο για παράδειγµα που χρησιµοποιεί τις πιο βρώµικες µεθόδους εναντίον του Ονούρ και του συνεργάτη του Κερέµ, είναι ιδιοκτήτης περιοδικών λάιφ – στάιλ και έχει επιρροή στην κουτσοµπολίστικη τουρκική τηλεόραση.
Ο πλούτος του σκληρά εργαζόµενου έµπορου και ο πλούτος του µορφωµένου επιχειρηµατία, µεγαλοµετόχου κατασκευαστικής εταιρείας, συναντιούνται µέσω της Σεχραζάτ (πρώην πεθερός και Ονούρ) και δείχνουν έτοιµοι να συνεργαστούν για την ευτυχία των ανθρώπων γύρω τους, ήτοι αποτελούν τους στυλοβάτες µιας υγιούς, τουρκικής κοινωνίας των αξιών της οικογένειας και της φιλίας. Παρόλο που ο πρώτος, ο γεροπεθερός της Σεχραζάτ, πληρώνει τον αυστηρό, προσηλωµένο στις παλιές παραδόσεις χαρακτήρα του µε έναν γιο αδύνατου χαρακτήρα και µια νύφη παραδόπιστη.
Ο κουτοπόνηρος εκ των χαρακτήρων των πρωταγωνιστών, ο Γκανί, είναι ο επαρχιώτης που ζηλεύει τα πλούτη, θέλει να τα αποµυζήσει, αλλά χωρίς να καταβάλει κανέναν κόπο.
Το υπηρετικό προσωπικό είναι πρόσχαρο και ευτυχισµένο. Οι σοφέρ ακόµη περισσότερο. Ιδίως όταν το αφεντικό Ονούρ προσφέρει στον δικό του τη λιµουζίνα του για να κάνει τον γάµο του. Λαµπρά παραδείγµατα, ε; Καλοκαιράκι είναι, η χαλάρωση επιβάλλεται, αλλά έχει και όρια. Γιατί άλλο η χαλάρωση σχολιαρόπαιδου που καταργεί τον κανόνα του ύπνου νωρίς και άλλο η καναλική, που «πετάει» τις διαφηµίσεις µέσα στο πρόγραµµα χωρίς το διαχωριστικό που επιβάλλεται από τον νόµο και ο τηλεθεατής για µερικά δευτερόλεπτα δεν καταλαβαίνει πού βρίσκεται, αν παρακολουθεί το αγαπηµένο του πρόγραµµα ή κάτι άλλο. Αυτό βέβαια είναι το «µυστικό» σε αυτή τη µέθοδο.
Πρόγραµµα και διαφήµιση να γίνουν µια αδιάλειπτη συνέχεια και τα προϊόντα που διαφηµίζονται, να «εγκατασταθούν» στη συνείδηση των καταναλωτών σαν φυσιολογικά «εξαρτήµατα» της καθηµερινότητάς τους. Και µάλιστα τόσο πιεστικά, ώστε να µην προλαβαίνει καν ο θεατής να σκεφτεί αν θέλει ή όχι να δει διαφήµιση.
Ωστόσο το διαχωριστικό αποτελεί την ελάχιστη ένδειξη σεβασµού στον τηλεθεατή, ο οποίος πρέπει να ενηµερώνεται για την αλλαγή προγράµµατος, από σίριαλ π.χ. σε διαφηµίσεις και να έχει το δικαίωµα της επιλογής. Και πάντως να γλιτώνει τη σύγχυση, έστω ολίγων δευτερολέπτων, που όµως άλλο νοµίζει ότι βλέπει και άλλο «φυτρώνει» µπροστά του.
Τα ακριβά σταφύλια ξινίζουν εύκολα
Ακούστηκε, λέει, το όνοµα της Ελλης Στάη για το δελτίο ειδήσεων της ΝΕΤ. Υποθέτουµε πως εκείνοι που «το ριξαν στην αγορά» είναι βέβαιοι ότι θα δεχόταν να στηρίξει την κρατική τηλεόραση αυτή τη δύσκολη ώρα αφιλοκερδώς. Γιατί τα 2.400 καθαρά, που ορίζονται πλέον ως αµοιβή για τους ανθρώπους της ΕΡΤ, µοιάζουν µε φιλοδώρηµα µπροστά στα κασέ της εποχής της µεγάλης χλιδής, όταν η anchorwoman έκανε την περιφορά καναλιών _ µεγαλύτερη από οποιονδήποτε συνάδελφό της.
Ούτε για αµοιβή του προσωπικού µακιγιέρ δεν φτάνουν.
Υποθέτουµε επίσης ότι εκείνοι που «σπρώχνουν» το όνοµά της, γνωρίζουν καλά ότι επιθυµεί να επιστρέψει στη σκληρή δηµοσιογραφική εργασία, που σηµαίνει ότι θα εργάζεται πλήρες 8ωρο για το δελτίο που θα παρουσιάζει, όπως κάνουν οι παρουσιαστές των κρατικών τηλεοράσεων παντού.
Πόσω µάλλον σε µια φτωχή πλέον ΕΡΤ, η οποία δεν αντέχει άλλα φαινόµενα ευνοιοκρατίας, ούτε φαντεζί βι τρίνας, για χάρη της οποίας επαγγελµατίες χρόνων, πιστοί στην κρατική τηλεόραση, έµπειροι και προσφιλείς στο κοινό, υποαµείβονται ή παραµερίζονται.
Αυτά πληρώνει σήµερα η κρατική τηλεόραση. Γι αυτό και δεν χρειάζεται πρόσωπα – βιτρίνα _ για τα οποία δεν πληρώνει πλέον ούτε η ιδιωτική _ , αλλά παραδείγµατα υψηλού επαγγελµατισµού και ήθους.
Και έµπειρη και ικανή βέβαια η Ελλη Στάη, αλλά η επαγγελµατική της επιτυχία ταυτίστηκε µε την κοσµική και µε φαινόµενα νεοπλουτισµού, που φιγουράρουν σε κουτσοµπολίστικες στήλες.
Φαινόµενα που άλλοτε αποτελούσαν δείγµα µεγάλου σουξέ και κοινωνικής ανόδου, αλλά είναι πλέον αντιαισθητικά σε µια Ελλάδα, η οποία αγωνίζεται να ξαναθυµηθεί τις αξίες, για τις οποίες έχουν νόηµα οι οικονοµικές της θυσίες.
Πόπη Διαμαντάκου
(Αναδημοσίευση από τα ΝΕΑ)