Ένα μεγάλο χωριό
Σάββατο βράδυ, πλατεία Κλαυθμώνος. Είμαστε με τον Ν. στο Evergreen για φαγητό λίγο πριν πάμε Ομόνοια για τις κυριακάτικες εφημερίδες. Έχουμε παραγγείλει και καθόμαστε στα τραπεζάκια της στοάς, ξεφυλλίζοντας το Όζον, όταν στο χώρο βλέπω να μπαίνει ένα αγόρι κρατώντας με χάρη shopping bag. Μου αποσπά την προσοχή αρχικά λόγω της τσάντας, είναι στιλάτη και ξεχωρίζει. Κάνει μια βόλτα στο μαγαζί, ίσως μπήκε για τουαλέτα. Περνά λίγη ώρα όταν ξαφνικά βλέπω τον Ν. να μένει σαστισμένος κοιτώντας προς τη μεριά του διαδρόμου σαν να έχει δει κάποιον γνωστό. Πριν προλάβω να γυρίσω να δω ακούω και μια φωνή δυνατά : «Δεν το πιστεύω! Δεν το πιστεύω ότι είσαι εσύ!» Είναι ο τύπος με την τσάντα που μόλις έχει δει τον Ν. Αγκαλιές και φιλιά. Γνωρίζονται από παλιά. Λένε τα νέα τους. Ο Σ. έχει φύγει στο εξωτερικό, Νέα Υόρκη. Θα μείνει λίγες μέρες Αθήνα να τακτοποιήσει οικογενειακές του υποθέσεις και φεύγει πάλι. Είναι ευχάριστος και χαμογελαστός. Βγάζει πολύ θετική ενέργεια. Η αύρα του είναι καθαρή, δεν κρύβει κάτι.
Γυρίζοντας σπίτι σκέφτομαι την ιστορία του και συνειδητοποιώ πόσο χαίρομαι να βλέπω τέτοιους ανθρώπους, απελευθερωμένους και συμφιλιωμένους πλέον με τον εαυτό τους. Πριν φύγει, μαθαίνω, ήταν «συγκρατημένος και μαζεμένος». Σαφώς έχει γυρίσει διαφορετικός. Η τσάντα που κρατά, η μάσκαρα, τα πάντα. Ο άνθρωπος πήγε εξωτερικό και κατάλαβε πως αλλού παίζεται το παιχνίδι. Η διαφορετικότητα εκεί είναι ουσιαστικό δικαίωμα όλων και δεν μένει απλά στα λόγια. Τον νεουρκέζο δεν τον νοιάζει τι είσαι, δεν τον αφορά. Εδώ ζούμε ακόμα με τους όρους της πλατείας ενός μεγάλου χωριού όπου όλα κρίνονται σε συχνότητα και έκταση τρομαχτική. Ζούμε για να κρίνουμε. Συμπεριφορές, σεξουαλικές προτιμήσεις, όλα. Δεν υπάρχει ευγένεια ούτε καν διακριτικότητα. Είναι μια λέξη άγνωστη για τα τοπικά δεδομένα. Κομπλεξικές καταστάσεις που γεννάνε καταπίεση. Γιατί όμως να μας αρέσει να δημιουργούμε με την συμπεριφορά μας και να βλέπουμε γύρω μας καταπιεσμένους ανθρώπους αναρωτιέμαι. Δεν είναι ωραίο θέαμα και εγκλωβίζει όλη την καλή ενέργεια που μπορεί να έχουμε σαν άνθρωποι. Τον χάρηκα λοιπόν τον Σ. γιατί είχε την τόλμη να το ζήσει αυτό που του συμβαίνει, να μην του γυρίσει την πλάτη και στο τέλος να λυτρωθεί. Τώρα βόλτα στο κέντρο της Αθήνας κρατώντας με χάρη την shopping bag, φορώντας μάσκαρα και βγάζοντας προς τα έξω γενναιόδωρα όλη του τη θετική ενέργεια. Μια νότα αισιοδοξίας με χτύπησε έτσι ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενα, και ήταν super.
Γιώτα Δημητρακοπούλου