Οταν το ρεπορτάζ τιμωρείται

Για τέταρτο 24ωρο σε καταστολή και φρουρούμενος βρίσκεται στην εντατική ο συντάκτης της εφημερίδας «Κομερσάντ» Ολέγκ Κάσιν, που ξυλοκοπήθηκε άγρια ξημερώματα Σαββάτου, ενώ φίλοι και συνάδελφοί του συνεχίζουν μαζί με ακτιβιστές την καθημερινή πικετοφορία στο κεντρικό κτίριο της ρωσικής αστυνομίας, ζητώντας την ανακάλυψη και σύλληψη των δραστών.

Στην υπόθεση ενεπλάκη εξ αρχής ο πρόεδρος Μεντβιέντεφ, ο οποίος επανήλθε στο θέμα κατά τη χθεσινή συνάντησή του με στελέχη της εφημερίδας της κυβέρνησης «Ρασίσκαγια Γκαζιέτα», κάνοντας λόγο για «σχεδιασμένη ενέργεια, οι εμπλεκόμενοι στην οποία πρέπει να αποκαλυφθούν και να τιμωρηθούν». Ο Ρώσος πρόεδρος συνέδεσε την υπόθεση Κάσιν με το γενικότερο επίπεδο εγκληματικότητας στη χώρα, όπου «υπάρχουν δυνάμεις που θεωρούν ότι με τη βοήθεια τέτοιων μεθόδων μπορούν να κλείσουν το στόμα οποιουδήποτε, είτε δημοσιογράφου είτε πολιτικού, και ότι για την επίλυση των δικών τους ζητημάτων όλα τα μέσα είναι καλά».

Ωστόσο, πολλά ρωσικά ΜΜΕ ανέδειξαν το θέμα με αναλυτική και πρωτοσέλιδη κάλυψη, διερωτώμενα μαζί με ηγέτες της αντιπολίτευσης ποια σημασία έχουν οι ηχηρές δηλώσεις των πολιτικών ηγετών περί «προσωπικής επίβλεψης» από τον γενικό εισαγγελέα της χώρας κ.λπ., όταν ο αριθμός των ανεξιχνίαστων επιθέσεων εναντίον δημοσιογράφων διαρκώς αυξάνεται.

Ποινές και ατιμωρησία

Αξιοποιώντας την πρόταση του προέδρου Μεντβιέντεφ για αύξηση της παρεχόμενης προστασίας στο δημοσιογραφικό έργο, ο πρόεδρος της Ενωσης Δημοσιογράφων Μόσχας, Πάβελ Γκούσεφ, ζήτησε να εξισωθούν από την άποψη των νομικών συνεπειών οι επιθέσεις εναντίον στελεχών ΜΜΕ με εκείνες κατά των οργάνων της δημόσιας τάξης.

Γενική είναι η κατακραυγή σε διεθνές και πανρωσικό επίπεδο, με τη Διεθνή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων και το Συμβούλιο της Ευρώπης να πρωταγωνιστούν, ενώ ίσως για πρώτη φορά η κοινωνική αντίδραση στην ίδια τη Ρωσία δείχνει ότι το «ποτήρι της υπομονής τής κοινής γνώμης έχει ξεχειλίσει» από τις άδικες επιθέσεις και τις ατιμώρητες δολοφονίες δημοσιογράφων.

Στο Διαδίκτυο δημοσιεύτηκαν ήδη τουλάχιστον δύο καταγραφές της στιγμής της επίθεσης από κάμερες ασφαλείας, ενώ τα βέλη των υποψιών, σύμφωνα με τη δημοσιογράφο Γιούλια Λατίνινα, στρέφονται πρωτίστως εναντίον του δημάρχου του Χίμκι, Βλαντίμιρ Στρέλτσενκο, υποστηρικτή του σχεδίου κατασκευής αυτοκινητόδρομου μέσω του δάσους του Χίμκι, που πολεμούσε με τα γραπτά του ο Κάσιν, αλλά και της νεολαιίστικης οργάνωσης του κυβερνώντος κόμματος «Νέα Φρουρά», που τον είχε στο παρελθόν χαρακτηρίσει «προδότη, που πρέπει να τιμωρηθεί», η οποία πάντως τώρα καταδίκασε την επίθεση και παρόμοιες μεθόδους δράσης.

(Αναδημοσίευση από Ελευθεροτυπία)

Comments are closed.