H κρίση «γέννησε» λαϊκισμό
Βασικά σημεία της ομιλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Πανεπιστήμιο Tufts
Η Ελλάδα μετρά έξι χρόνια οικονομικής κρίσης. Ήταν η πρώτη χώρα που υπέγραψε συμφωνία διάσωσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το 2010. Από τότε, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Κύπρος επίσης υπέγραψαν και εφάρμοσαν μνημόνια. Όλες οι παραπάνω χώρες ολοκλήρωσαν τα προγράμματα διάσωσης. Όλες οι παραπάνω χώρες, μπορούν πλέον και δανείζονται από τις διεθνείς αγορές. Όλες αυτές οι χώρες διαθέτουν λειτουργικά τραπεζικά συστήματα. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα εφαρμόζει το τρίτο Μνημόνιο και παραμένει σε κρίση. Το Α.Ε.Π. της χώρας συρρικνώνεται, ενώ οι δύσκολες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Κυβέρνηση και τους δανειστές βρίσκονται σε εξέλιξη.
Το ερώτημα παραμένει: Γιατί η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση; Ένα σημαντικό κομμάτι της απάντησης σχετίζεται με την πολιτική κουλτούρα και ειδικότερα με την επικράτηση του λαϊκισμού στο δημόσιο λόγο. Ο λαϊκισμός ήταν κυρίαρχος στη χώρα ήδη από τη δεκαετία του ’80. Υπήρξε μια διαχρονική ασυνέπεια ανάμεσα στις προεκλογικές υποσχέσεις και τις κυβερνητικές πολιτικές. «Στις προεκλογικές καμπάνιες ποίηση, στην διακυβέρνηση πεζογραφία» είχε πει ο Μάριο Κουόμο. Από το 2015 και έπειτα, λόγω της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η Ελλάδα έχει απωλέσει δύο χρόνια από τη μεταρρυθμιστική της πορεία. Σήμερα, προσπαθούμε να επανακτήσουμε ό,τι είχαμε κατακτήσει το 2014.
Η πηγή του κακού του ελληνικού προβλήματος
Τα αίτια της κρίσης εντοπίζονται κυρίως στο προβληματικό θεσμικό σχεδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με την αποτυχία του ελληνικού πολιτικού και οικονομικού μοντέλου. Πιστεύω ότι μια ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να έχει αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες. Πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ανακυκλώνει ελλείμματα και πλεονάσματα, όπως συμβαίνει στις Η.Π.Α. και εντός της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.
Αλλαγή πλεύσης το αίτημα της κοινωνίας
Εννιά στους δέκα Έλληνες δηλώνουν, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας, ότι η χώρα κινείται στην λάθος κατεύθυνση. Το ευρώ, το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, επέτρεψε στην Ελλάδα να δανείζεται με τα ίδια επιτόκια που δανείζονταν οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά. Η δημοσιονομική πειθαρχία ήταν χαλαρή. Οι δομικές μεταρρυθμίσεις είχαν υψηλό πολιτικό κόστος. Η ρευστότητα κατευθύνθηκε κυρίως στην κατανάλωση.
Μονόδρομος οι μεταρρυθμίσεις
Το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα είχε ορισμένα σχεδιαστικά λάθη. Οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν ήταν υφεσιακές. Ήταν περιορισμένη η γνώση γύρω από τις μεταρρυθμίσεις που ήταν αναγκαίο να γίνουν. Δεν υπήρχε, καμία πρόβλεψη αναφορικά με το χρέος. Ο λόγος ήταν ότι υπήρχαν φόβοι για μετάδοση του προβλήματος στις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Κατά την άποψή μου, οι μεταρρυθμίσεις είναι σαν τις μεταμοσχεύσεις. Δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτευχθεί συμβατότητα ανάμεσα σε δότη και λήπτη. Μια πρακτική που αποδίδει σε ένα Κράτος δεν σημαίνει ότι μπορεί να έχει τα αντίστοιχα αποτελέσματα σε ένα άλλο Κράτος. Η εμπειρία έξι χρόνων κρίσης και τριών μνημονίων δείχνει ότι η Ελλάδα προχώρησε σε οριζόντιες δημοσιονομικές περικοπές μισθών και συντάξεων, αλλά δυσκολεύτηκε να εφαρμόσει συγκεκριμένες δομικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές οι στοχευμένες και εκ βάθρων μεταρρυθμίσεις είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται άμεσα η χώρα.
Απάντηση στο λαϊκισμό η «Συμφωνία Αλήθειας»
Η έξαρση του λαϊκισμού δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο. Οι «Ποδέμος» στην Ισπανία, ο Κόρμπιν και ο Φάρατζ στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά και η Λε Πεν στη Γαλλία είναι περιπτώσεις ενδεικτικές της ανόδου του λαϊκισμού σε διεθνές επίπεδο. Πιστεύουμε ότι μόνη λύση είναι η πρόταση μιας «Συμφωνίας Αλήθειας» στον ελληνικό λαό. Μόνο με αυτήν μπορεί να ανακοπεί η πορεία του λαϊκισμού. Σε επίπεδο δημοσκοπήσεων, είναι πλέον σαφές ότι η «Συμφωνία Αλήθειας» κερδίζει έδαφος καθημερινά. Αυτήν ανέπτυξα στην πρόσφατη ομιλία μου στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Αποτελείται από ένα μείγμα σκληρών διαπιστώσεων σε συνδυασμό με έναν οδικό χάρτη εξόδου της χώρας από την κρίση. Ο οδικός χάρτης, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, μέσω επενδύσεων ύψους 100 δις ευρώ στην Ελλάδα την επόμενη πενταετία. Το ποσοστό των ιδιωτικών επενδύσεων πρέπει να επιστρέψει στο επίπεδο του 20% του Α.Ε.Π. Το ποσοστό των εξαγωγών και των υπηρεσιών πρέπει να ξεπεράσει το 40% του Α.Ε.Π., από 30% που είναι σήμερα. Παράλληλα, πρέπει να επιτύχουμε βιώσιμη ανάπτυξη 4% του Α.Ε.Π. ανά έτος από το 2018, ώστε να κατορθώσουμε να δημιουργούμε 120.000 νέες θέσεις εργασίας ετησίως.
Λιγότερες εισφορές, λιγότεροι φόροι, λιγότερες δαπάνες
Οι στοχευμένες περικοπές δημοσίων δαπανών είναι αναγκαίο συστατικό της συνταγής μας. Έχουμε υπολογίσει ότι, συνολικά, μπορούν να εξοικονομηθούν περίπου 2 δισ. ευρώ ετησίως.
Με τον τρόπο αυτό, θα μπορούν να υπάρξουν μειώσεις στο Φ.Π.Α. και στον ΕΝΦΙΑ. Οι εισφορές πρέπει επίσης να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα. Το μείγμα πολιτικής που προτείνουμε είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται, για την επανεκκίνησή της, η ελληνική οικονομία.
Ανάπτυξη με τρεις προϋποθέσεις
Για να επιστρέψει η ανάπτυξη στην Ελλάδα, υπάρχουν τρεις βασικές προϋποθέσεις:
– Η πρώτη είναι η υιοθέτηση δομικών μεταρρυθμίσεων, όπως η ώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, προκειμένου να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις. Αλλά και μια σειρά από πρωτοβουλίες, ώστε να βελτιώσουμε την επιχειρηματικότητα. Η μείωση της φορολογίας και των εισφορών είναι αναγκαία, αλλά δεν φτάνει. Οφείλουμε να καλλιεργήσουμε μια επιχειρηματική κουλτούρα, σε μια χώρα όπου, μέχρι πρόσφατα, η επιχειρηματικότητα διασυρόταν. Είναι ανάγκη να αποκτήσουμε Πανεπιστήμια συνδεδεμένα με την αγορά εργασίας. Είναι ανάγκη να υπάρξει επαγγελματικός προσανατολισμός στα σχολεία, αλλά και ένα Κράτος φιλικό προς την επιχειρηματικότητα. Ακόμη, η Δικαιοσύνη πρέπει να μην κωλυσιεργεί και να θεσπιστεί ένα σταθερό φορολογικό σύστημα.
– Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η αποκατάσταση του τραπεζικού συστήματος, ώστε να έχει τη δυνατότητα να τροφοδοτεί με ρευστότητα την αγορά. Απαραίτητο βήμα είναι η υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για τα «κόκκινα δάνεια». Η ακινησία του τραπεζικού συστήματος είναι ένα κόστος που δεν μπορούμε πλέον να αντέξουμε.
– Η τρίτη προϋπόθεση αφορά σε μια διαφορετική δημοσιονομική πολιτική. Πρέπει να συμφωνήσουμε με τους πιστωτές μας σε ένα νέο μείγμα. Η νέα προσέγγιση θα μας επιτρέψει να χαλαρώσουμε τους δημοσιονομικούς μας στόχους αναφορικά με το ύψος του ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος και την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Αντιλαμβανόμαστε ότι η χαλάρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής δεν είναι κάτι που μπορεί να συμβεί αυτομάτως. Πρωτίστως, πρέπει να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των εταίρων μας. Η υιοθέτηση δομικών μεταρρυθμίσεων από πλευράς μας, θα μας νομιμοποιήσει να ζητήσουμε χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία
Τον Ιανουάριο του 2015, η πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας διακόπηκε. Ο λόγος ήταν η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Το Κόμμα αυτό κέρδισε τις εκλογές με την υπόσχεση ότι «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Προεκλογικά, ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίστηκε ότι η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ «ξεπουλούσε τη χώρα». Το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι θα μπορούσε να διαπραγματευτεί με ευνοϊκότερους όρους, υπό την απειλή της «μετάδοσης» του ελληνικού δημοσιονομικού προβλήματος στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Αυτή η λαϊκίστικη καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε στους Έλληνες ψηφοφόρους μια εύκολη λύση στο δύσκολο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν.
Σήμερα, όλοι γνωρίζουμε ότι το αποτέλεσμα αυτής της αφελούς προσέγγισης είναι ότι ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, οδήγησε τη χώρα στην επιβολή capital controls, φτάνοντας ένα βήμα πριν την επιστροφή στη δραχμή και την χρεωκοπία. Παράλληλα, η υιοθέτηση από πλευράς του μιας πλήρως διαφορετικής πολιτικής οδήγησε στη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ.
Συμβιβασμός με υψηλό τίμημα
Έπειτα από μια περίοδο έξι μηνών, το κόστος των διαπραγματευτικών τακτικών του κυβερνητικού συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Η χώρα υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο. Η Κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για τα επιπλέον μέτρα που καλείται σήμερα να λάβει σε βάρος των πολιτών της χώρας.
Υποβάθμιση της Παιδείας και υπέρμετρη φορολογία
Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις. Για το λόγο αυτό, υιοθέτησε μια φοροεισπρακτική πολιτική που έχει καθηλώσει την οικονομία. Η ιδέα περικοπής δημοσίων δαπανών δεν τίθεται καν προς συζήτηση. Επιπλέον, αναφορικά με πολιτικές που δεν περιλαμβάνονται στο τρίτο Μνημόνιο, όπως η μεταρρύθμιση στην Παιδεία, εκλαμβάνονται από την Κυβέρνηση ως πεδία επιβολής ιδεολογικών συμπλεγματικών πολιτικών.
Αντί η δημόσια Παιδεία να ακολουθεί διεθνείς πρακτικές, επιστρέφει σε αναχρονιστικές σοσιαλιστικές πρακτικές της δεκαετίας του ’80. Η ίδια υποβάθμιση λαμβάνει χώρα και σε άλλους τομείς της δημόσιας ζωής όπως τα Μέσα Ενημέρωσης, η Δικαιοσύνη, αλλά και στο ίδιο το θεσμικό πλαίσιο του πολιτικού μας συστήματος.
Η συναίνεση παράγει πολιτική πρόοδο
Η «δομική αντιπαράθεση» αποτελεί χαρακτηριστικό της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα. Παραδοσιακά, τα Κόμματα της Αντιπολίτευσης καταψηφίζουν τις προτάσεις των κυβερνητικών Κομμάτων. Η Νέα Δημοκρατία αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Αποφάσισε να συναινεί όπου έκρινε ότι υπήρχε πολιτική συμφωνία. Ο νόμος για τη μεταρρύθμιση των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, τον οποίο υπερψήφισαν 255 βουλευτές από τους 300 του ελληνικού Κοινοβουλίου, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Από το 2012 έως τις αρχές του 2015, η Νέα Δημοκρατία συγκυβέρνησε μαζί με τον παραδοσιακό της αντίπαλο, το ΠΑΣΟΚ. Παρά τις διαφωνίες που υπήρξαν, εργαστήκαμε με γνώμονα το καλό της χώρας. Η συνεργασία μας έφερε αποτελέσματα που αποτυπώνονται στα πρωτογενή πλεονάσματα, που κατέγραψε η Ελλάδα, αλλά και στο γεγονός ότι κατάφερε, περιορισμένα, να βγει στις διεθνείς αγορές.
Συστατικό επιτυχίας η αλλαγή νοοτροπίας
Η ελληνική κοινωνία οφείλει να αλλάξει νοοτροπία προκειμένου να ορθοποδήσει. Οφείλουμε να ξεπεράσουμε τα συμπλέγματα του παρελθόντος αναφορικά με τον τρόπο που το Κράτος και η οικονομία πρέπει να ρυθμίζονται και να διαχειρίζονται. Η Παιδεία δεν πρέπει να αφορά τους δασκάλους, αλλά τους μαθητές. Η δημόσια Υγεία δεν πρέπει να αφορά τους γιατρούς, αλλά τους ασθενείς. Για να έρθει η ανάπτυξη, χρειαζόμαστε ένα νέο θεσμικό και οικονομικό μοντέλο.
Υιοθέτηση διεθνών καλών πρακτικών
Πάνω από 500.000 Έλληνες έχουν μεταναστεύσει από το 2010 και έπειτα. Μάλιστα, κάποιοι εξ αυτών, βρίσκονται σήμερα στο ακροατήριο. Είναι πεποίθησή μου ότι η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει την υιοθέτηση πετυχημένων διεθνών πρακτικών. Πρέπει να εφαρμόσουμε μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία, τη δημόσια διοίκηση και την επιχειρηματικότητα. Για να πετύχουμε αυτό το στόχο, οφείλουμε να επιδείξουμε σύγχρονο πνεύμα. Ίσως πάλι, όχι και τόσο σύγχρονο. Σας θυμίζω τη μάχη της Σαλαμίνας.
Στο χρησμό του, το μαντείο των Δελφών προειδοποίησε τους Αθηναίους ότι «τα ξύλινα τείχη είναι εκείνα που θα σώσουν την πόλη». Εκείνοι που σκέφτονταν αναχρονιστικά, ερμήνευσαν το χρησμό με τρόπο μη ρεαλιστικό και ζήτησαν να υψωθούν νέα τείχη γύρω από την πόλη. Ωστόσο, ο Θεμιστοκλής αποφάσισε ότι η ορθή ερμηνεία του χρησμού ήταν η παραγγελία ενός νέου στόλου πλοίων, ικανού να κερδίσει τον πόλεμο. Όπως και έγινε.
Αυτό είναι πιθανώς ένα μάθημα για όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για το μέλλον της Ελλάδας: Ας μην υψώνουμε τείχη που θα μας προστατεύουν από την πρόοδο, αλλά, ας αγκαλιάσουμε την αλλαγή και ας δημιουργήσουμε μια χώρα, όπως εμείς θέλουμε να είναι η Ελλάδα του μέλλοντος.
Οι επιλογές μας θα χαράξουν ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά μας
Αυτή την εποχή στην Ελλάδα, οι αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό, το μέλλον των επόμενων γενιών. Την ώρα που η υπόλοιπη Ευρώπη και οι Η.Π.Α. δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν το λαϊκισμό, η Ελλάδα δείχνει ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Πάντοτε, η χώρα μου ήταν στη σωστή πλευρά της Ιστορίας όταν κλήθηκε να πάρει κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον.
Είμαι πεπεισμένος ότι θα πάρουμε και πάλι τη σωστή απόφαση. Ακούμε, διαφωνούμε, συζητούμε γιατί αναζητούμε λύσεις. Αυτό κάνουμε ως Έλληνες πάντα. Και αυτό θα κάνουμε και πάλι. Η στροφή της Ελλάδας θα έρθει. Τελικά, πιστεύω ότι θα εκπλαγούμε ευχάριστα από αυτό που μπορούμε να πετύχουμε ως πολίτες ατομικά, αλλά και ως Έθνος συλλογικά.