Το αγροτικό ζήτημα
Του Πέτρου Κορμικιάρη
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις επαναφέρουν στο προσκήνιο άγνωστες πτυχές του αγροτικού ζητήματος όπως διαμορφώθηκε μεταπολεμικά με τη σημαντική εκβιομηχάνιση της χώρας που «παρέσυρε» τον αγροτικό τομέα σε μια ιδιότυπη ανάπτυξη. Η στρατηγική αυτή έγινε δυνατή χάρη στη μεταφορά του αγροτικού υπερπροϊόντος στο βιομηχανικό και γενικότερα στον αστικό τομέα της οικονομίας, τόσο μέσω της καθήλωσης των τιμών ορισμένων αγροτικών πρώτων υλών ( π.χ. καπνός, βαμβάκι) σε σχέση με την αύξηση των τιμών των αντίστοιχων βιομηχανικών προϊόντων.
Η περιοριστική αυτή πολιτική και η δραστική μείωση των εισοδηματικών ευκαιριών εις βάρος του αγροτικού τομέα είχαν ως αποτέλεσμα την έντονη έξοδο του αγροτικού πληθυσμού , που αναζήτησε την εξασφάλιση της επιβίωσής του, είτε στα αστικά κέντρα είτε στη μετανάστευση. Η μεταπολίτευση τώρα σηματοδοτεί ευρύτατες ανακατατάξεις και στον αγροτικό τομέα. Η «νέα πολιτικοποίηση του αγροτικού χώρου» και η επικράτηση και εκεί των γενικότερων τάσεων του πολιτικού συστήματος προς την κατεύθυνση της «γραφειοκρατικής πατρωνίας» και του «αγροτικού λαϊκισμού» αποτέλεσαν κρίσιμους παράγοντες στη διαμόρφωση του νέου πλαισίου για την άσκηση της αγροτικής πολιτικής αλλά και για την εκπροσώπηση των αγροτικών συμφερόντων. Τόσο σε επίπεδο θεσμών όσο και σε επίπεδο νοοτροπιών οι στενές σχέσεις εξάρτησης μεταξύ αγροτών, αγροτικών οργανώσεων και κράτους εντάθηκαν στο έπακρο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο στη δεκαετία του ’80 εφαρμόστηκε μια «φιλοαγροτική» πολιτική ενίσχυσης των εισοδημάτων των αγροτών πέραν των δυνατοτήτων της οικονομίας κυρίως μέσω των συνεταιρισμών, οι οποίοι παρακινήθηκαν σε οικονομικές δραστηριότητες που ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνατότητές τους, και που τελικά οδήγησαν στη δική τους καταχρέωση, ενώ στην πραγματικότητα αφορούσαν την άσκηση «κοινωνικής πολιτικής» εκ μέρους του κράτους. Η στροφή της δεκαετίας του ’90 σε πιο ρεαλιστικούς στόχους δεν αναιρεί το κόστος αυτής της πολιτικής , που ήταν η καθυστέρηση θεσμικού και διαρθρωτικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής γεωργίας αλλά και η συγκρότηση ισχυρών δικτύων συμφερόντων.
Σήμερα ραγδαίες εξελίξεις χαρακτηρίζουν το σύστημα παραγωγής, μεταποίησης, διακίνησης και διάθεσης αγροτικών προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο και επηρεάζουν την αγροτική παραγωγή της χώρας. Οι εξελίξεις σχετίζονται με την αυξανόμενη περιφερειακή ολοκλήρωση των οικονομιών, την παγκοσμιοποίηση των αγορών των τροφίμων, την πρόοδο της βιοτεχνολογίας και την ανάπτυξη του αγροτοτροφικού τομέα, καθώς και με τον υψηλό βαθμό συγκέντρωσης σε επίπεδο μεταποίησης, λιανικού εμπορίου και διανομής.
Είναι φανερό ότι η ελληνική γεωργία παρουσιάζεται ανέτοιμη απέναντι στις παγκόσμιες αλλαγές που συντελούνται. Φαίνεται μάλιστα ότι η εισοδηματική ευεξία που εξασφαλίστηκε μέσω των προστατευτικών μηχανισμών της ΚΑΠ , έδρασε ως ανατρεπτικός παράγοντας για τη βελτίωση της παραγωγικής εικόνας της ελληνικής γεωργίας, παρά τον συνεχώς αναζητούμενο διαρθρωτικό και θεσμικό εκσυγχρονισμό που λογικά θα αναμενόταν.
Η προοπτική της άμεσης ανεργίας στον αγροτικό χώρο και το πρόβλημα που δημιουργείται σήμερα δεν λύνεται μόνο με επιδοτήσεις για τη γεωργία αλλά με ανάπτυξη και άλλων κλάδων της οικονομίας της χώρας, όπως είναι οι επενδύσεις σε κατασκευή λιμανιών, στη τουριστική ανάπτυξη, στη βιομηχανία τροφίμων κ.λ.π.
Αλλά ειδικότερα για την ανάπτυξη της γεωργίας πρέπει να κινηθούμε, κατά τη γνώμη μου, σε δύο άξονες:
α) Αλλαγή του τρόπου καταβολής των επιδοτήσεων ώστε να τις παίρνουν αναλογικά αυτοί που δουλεύουν στη γεωργία.
β) Οργάνωση της έρευνας στην Ελλάδα και αξιοποίηση, όπου είναι δυνατόν, της διεθνούς εμπειρίας για να αναπτύξουμε τον αγροτικό τομέα με γνώμονα να τον στρέψουμε στην αγορά.