«Έφυγε» ο Ραβί Σανκάρ
Έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών, ο Ινδός μαέστρος, Ραβί Σανκάρ, ο άνθρωπος που σύστησε το σιτάρ στο μουσικό στερέωμα.
Ο Σανκάρ άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο στο Σαν Ντιέγκο, όπως ανακοίνωσαν τα ινδικά ΜΜΕ.
Ο ινδός πρωθυπουργός Μαμόχαν Σινγκ εξέφρασε τη θλίψη του για το θάνατο του Σανκάρ, αποκαλώντας τον εθνικό θησαυρό και παγκόσμιο πρέσβη της ινδικής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ο Ραβί Σανκάρ εννήθηκε στις 7 Απριλίου 1920 στην ιερή πόλη της Μπενάρες, σήμερα γνωστής ως Βαρανάσι και ήταν ο νεότερος από τους πέντε γιους της οικογένειά του.
Από το 1938 μαθήτευσε κοντά στο μεγάλο Ινδό μουσικό Ουστάντ Αλλαουντίν Χαν. Το 1957 πραγματοποίησε την πρώτη του περιοδεία στις ΗΠΑ. Το 1962 ίδρυσε την Kinnara School of Music στη Βομβάη.
Δίδαξε το σιτάρ στον Τζορτζ Χάρισον των Beatles, και πρώτοι αυτοί χρησιμοποίησαν το όργανο αυτό στις ηχογραφήσεις τους. Από τότε ήχος του σιτάρ χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο διάστημα από τα ροκ συγκροτήματα.
Το πάθος του Ραβί για τη μουσική ξεκίνησε από παιδί, όταν άκουσε για πρώτη φορά βεδικές ψαλμωδίες στην πόλη όπου γεννήθηκε. αλλά η πρώτη του ενασχόληση ήταν με το χορό. Ο μεγαλύτερος αδελφός του ήταν ο χορευτής, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τη διάσημη χορεύτρια Άννα Πάβλοβα, πριν συστήσει μία μουσικοχορευτική ομάδα που έδινε παραστάσεις ινδικού χορού στη Δύση.
Ο Ραβί, μαζί με τη μητέρα και τους αδελφούς του, μετακόμισαν στο Παρίσι το 1930 για να βρίσκονται κοντά του και έτσι έγινε το νεότερο μέλος της ομάδας, με «ειδικότητα» σε ρόλους χορού cameo. Για δύο χρόνια φοίτησε σε καθολικό σχολείο ακολουθώντας την ζωή ενός γάλλου μαθητή.
Στο Παρίσι άκουσε για πρώτη φορά δυτική κλασική μουσική. Λάτρεψε την κιθάρα του Αντρέι Σεγκόβια και το τραγούδι του μεγάλου ρώσου βαθύφωνου, Φέοντορ Σαλιάπιν, ενώ τον μάγεψε και η όπερα. Παρόλα αυτά, όταν επέστρεψε στην Ινδία, αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στο σιτάρ, αφού άκουσε με ενθουσιασμό το μελωδικό παίξιμο ενός μεγαλύτερου σιταρίστα.
Αποφάσισε να μαθητεύσει δίπλα στον διάσημο δάσκαλο σιτάρ και μουσικό Ουστάν Ιναγιάτ Χαν, τον «πατέρα» του διάσημο σιταριστή Βιλαγιάτ Χαν και του σαροντιστή Ιμράτ Χαν, αλλά την ημέρα της τελετής μύησης ο Σανκάρ αρρώστησε με τυφο.
Αργότερα, στην ηλικία των 18 ετών έγινε μαθητής του Ουστάντ Αλλαουντίν Χαν, ο οποίος για επτά χρόνια ήταν ο μουσικός μέντοράς του και μέσω αυτού του συνδέσμου ο Σανκάρ κληρονόμησε μία τεράστια παράδοση κλασσικής μουσικής.
Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Η ζωή μου» (1969) ο Σανκάρ λέει ότι ο «Μπάμπα» – όπως αποκαλούσε το δάσκαλό του- έκανε τους μαθητές του να εξασκούνται με τις ώρες και στο τέλος συχνά κατέφευγε σε σωματικές τιμωρίες. Παρόλα αυτά, σε μία μόνο περίπτωση ο «Μπάμπα» του έδωσε ένα χαστούκι στα χέρια.
Ο Σανκάρ έδωσε την πρώτη του συναυλία το 1939 και το 1940 έδωσε ρεσιτάλ μαζί με τον γιο του Αλλαουντίν Χαν, το σαροντιστή, Αλί Άκμπαρ Χαν στο ινδικό ραδιόφωνο.
Στα μέσα της δεκαετίας του 40 δημιούργησε αίσθηση και έγραψε τη μουσική για δύο ινδικές ταινίας, την «Dharti ke Lal» (1946) και την «Neecha Nagar» (1946), ενώ συνέθεσε κομμάτια και για το ινδικό θέατρο. Κατά τα έτη 1946-1947 συνέθεσε μουσική για μπαλέτο, ενώ αργότερα ίδρυσε και έγινε διευθυντής της πρώτης Εθνικής Ορχήστρας του Ραδιοφώνου της Ινδίας, πραγματοποιώντας περιοδείες.
Στις αρχές του 1960 ήρθε σε επαφή με την τζαζ και την ινδική κλασική μουσική. Συνέχισε να διδάσκει ινδική μουσική στον σαξοφωνίστα, Τζον Κολτρέιν και τον θρυλικό τρομπετίστα, Ντον Ελις.
Το 1966 συνάντησε τον Τζορτζ Χάρισον και τον Πολ Μακάρτνεϊ των Beatles σε φιλικό σπίτι στο Λονδίνο. Λίγες ημέρες αργότερα παρέδωσε στον Χάρισον το πρώτο μάθημα σιτάρ και την επόμενη χρονιά ο Χάρισον και η σύζυγός του, Πάτι, ταξίδεψαν στην Ινδία, όπου το «Σκαθάρι» έλαβε εντατικά μαθήματα σιτάρ. Από την συνεργασία αυτή προέκυψε το «Shankar Family & Friends» (1974).
Οι εμφανίσεις του σε μεγάλα φεστιβάλ της ποπ τη δεκαετία του 60, όπως στο Μοντερέι και το Γούντστοκ-, μαζί με την Τζάνις Τζόπλιν και τον Τζίμι Χέντριξ, έκαναν τον Σανκάρ ακόμη πιο δημοφιλή στη Δύση.
Ο Σανκάρ είχε πολλούς φίλους και θαυμαστές, αλλά και επικριτές. Ειδικότερα στην Ινδία, υπήρχαν κλασικοί μουσικοί, που ζήλευαν την διεθνή του επιτυχία και ασκούσαν κριτική στις συνεργασίες του με διάσημα μουσικά είδωλα της Δύσης. Αν και η τεχνική του ήταν αλάνθαστη, τον κατηγόρησαν για «ικανότητα επίδειξης».
Η μουσική του ευφυΐα ήταν ένας συνδυασμός ουσίας και ευθυμίας. Δεν υπήρχαν πολλοί μουσικοί που να μπορούν να συνεργαστούν τόσο με τους Beatles, όσο και με τον Γεχούντι Μενουχίν, έναν από τους περιφημότερους βιολονίστες στον κόσμο.
Επειτα από «βροχή» βραβείων, η ινδική δημοκρατία των έχρισε με την ανώτατη τιμητική διάκριση «Bharat Ratna» («Θησαυρός της Ινδίας») και η Βρετανία τον έχρισε Ιππότη, ενώ στις ΗΠΑ εξελέγη μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του μοίραζε το χρόνο του μεταξύ της Καλιφόρνια και του Νέου Δελχίου, όπου ο το Ινστιτούτο Μουσικής και Τεχνών Ραβί Σανκάρ λειτούργησε το 2003, το οποίο ήταν όνειρο ζωής.
Είχε παντρευτεί δύο φορές και ζούσε με τη δεύτερη σύζυγό του Σουκάνια και την κόρη τους Ανούσκα, η οποία ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα της, είναι επίσης διάσημη σιταρίστρια.
Κόρη του είναι η διάσημη τραγουδίστρια Νόρα Τζόουνς, από προηγούμενη σχέση του με την παραγωγό, Σου Τζόουνς, ενώ έχει και έναν γιο από τον πρώτο του γάμο.
Η τελευταία του συναυλία ήταν στο Λονγκ Μπιτς στις 4 Νοεμβρίου, όπου εμφανίσθηκε μαζί με την κόρη του Ανούσκα.
«Είναι μία στιγμή θλίψης, αλλά και ευγνωμοσύνης και ευχαριστιών για το ότι ήταν μέρος της ζωής μας», έγραψαν στον λογαριασμό του στο Twitter η σύζυγος και η κόρη του.
Το «σκαθάρι» Τζορτζ Χάρισον τον είχε αποκαλέσει«νονό της παγκόσμιας μουσικής» και ο Σανκάρ ήταν αυτός που «εμφύτευσε» τους ήχους της raga στην δυτική συνείδηση, γεφυρώνοντας για πρώτη φορά το χάσμα ανατολικής και δυτικής μουσικής.
Η αναγνώριση του Σανκάρ ως μετρ του σιτάρ οφείλεται στην εξαιρετική τεχνική του, τη δημιουργικότητα του και το ευρύ φάσμα της μουσικότητάς του. Στη Δύση, το όνομά του αποτελεί συνώνυμο της μουσικής της Ινδίας.
Πηγή: ethnos.gr