Κάτι που χρωστάω για την Καλαμάτα
γράφει: Αντώνης Καρπετόπουλος
Τις προάλλες, επιστρέφοντας από ένα διήμερο στη Μεσσηνία είχα ρωτήσει τους φίλους μου στο twitter τι θα προτιμούσαν να γράψω στο blog οριοθετώντας το δίλλημα περιπαίχτηκα μεταξύ του Φέντερερ (που παρακολουθούσα να κερδίζει στο Γουίμπλετον) και της Καλαμάτας (που είναι κάτι σαν την αγαπημένη μου πόλη, αν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι πόλεις κερδίζουν την αγάπη μας). Εγω την ερώτηση δεν την έκανα σοβαρά, αφού είχα αποφασίσει να γράψω για τον Ελβετό έτσι κι αλλιώς όμως διαπίστωσα ότι υπήρχε πάρα πολύς κόσμος που ψήφισε Καλαμάτα – κάποιοι γιατί είναι από εκεί και κάποιοι από περιέργεια για το τι θα μπορούσα να γράψω.
Ανακάλυψα την Καλαμάτα αργά σε σχέση με άλλες όμορφες ελληνικές πόλεις και όπως συμβαίνει με τους γεροντοέρωτες ο κεραυνοβόλος θαυμασμός μετουσιώθηκε σε πάθος: τα δέκα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει καλοκαίρι να μην περνάω από εκεί κι όχι μια φορά. Με το Γιώργο το Μπένο, φίλο, αδερφό και πρωταγωνιστή σε δεκάδες περιπέτειες τις οποίες η μοίρα μου δωσε την τύχη να ζήσω, κάθε φορά όταν βρίσκομαι εκεί συζητάμε (και) για τη διόγκωσή της, τα σπίτια που φυτρώνουν στον Ταΰγετο και στη διαδρομή προς την Καρδαμύλη, την αύξηση της πόλης προς τη μεριά του δρόμου που οδηγεί προς τον Αγιο Φλώρο και την Εθνική. Η Καλαμάτα μεγαλώνει σταθερά, αλλά μεγαλώνει όμορφα κι αυτό γιατί το σημείο στο οποίο ως πόλη εξελίχτηκε είναι ιδανικό: η θάλασσα και το βουνό είναι δυο σύνορα που δεν μπορεί να ξεπεραστούν κι ο οικιστικός της όγκος είναι δεδομένος. Δε μπορεί να γίνει μια πόλη εκατομμυρίων γιατί δεν υπάρχει χώρος και ευτυχώς.
Όπως όλοι οι ερωτευμένοι βλέπω στην περίπτωση της Καλαμάτας πράγματα που δεν μπορούν να δεχτούν οι υπόλοιποι. Όταν ανεβαίνω στη Βέργα και στο Καστράκι βράδυ λέω πως το Μονακό ή το Μαϊάμι θα ζήλευαν την μεγαλοπρέπεια του τοπίου της. Το Μονακό είναι φτιασιδωμένο και σχεδόν προκάτ – ένα είδος φορολογικού Λας Βέγκας με θάλασσα που οι πλούσιοι Ευρωπαίοι δημιούργησαν στα μέτρα τους. Δεν είναι μια πόλη ανθρώπων, αλλά μεγαλοπλουσίων και κάποιων που υπάρχουν για να τους υπηρετούν: ακόμα και οι τουρίστες που φτάνουν εκεί αντιμετωπίζονται σαν παρείσακτοι και ασφυκτιούν από το σνομπισμό σαν να αυτός να είναι κάποιο δηλητηριώδες αέριο που εκπέμπεται σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Το Μαϊάμι είναι μεγάλο και βρώμικο – όχι τυχαία το διάλεξαν σαν σκηνικό της νοσηρότητας του καλού Ντέξτερ. Η πολυπληθισμικότητα του είναι το όριο της γοητείας του: είναι μια πόλη που ανήκει σε πολλούς και σε κανένα και ως εκ τούτου η ομορφιά της είναι σαγηνευτική αλλά χωρίς ταυτότητα. Ενώ στην Καλαμάτα υπάρχει Ελλάδα και μάλιστα λαμπερή και ξελογιάστρα ακόμα. Το πρόβλημα των περισσότερων ελληνικών πόλεων είναι ότι επειδή δεν έχουν ιστορικά κέντρα, (και που να τα βρουν αφού πριν το 1870 ελάχιστες ήταν ρυμοτομικά οργανωμένες…), είναι πόλεις που έχουν μια δυο διαδρομές. Περπατώντας κάποιους συγκεκριμένους δρόμους μπορεί να ανακαλύψεις κάποιες συγκεκριμένες όμορφες γωνίες κι αυτό είναι όλο. Από εκεί κι έπειτα έγκειται στην όρεξη του καθενός η παρατήρηση της λεπτομέρειας: π.χ υπάρχει στο Κολωνάκι ένα μικροσκοπικό πλακόστρωτο νομίζω στενό που δεν περνούν αεροπλάνα και που διασχίζοντας το νομίζεις ότι βρίσκεσαι στην Κέρκυρα όμως αυτό δεν είναι το Κολωνάκι, αλλά μια όαση. Τέτοιες οάσεις μικροσκοπικές και κρυμμένες βρίσκεις παντού, όμως αυτός ο κανόνας της εξερεύνησης δεν χρειάζεται για την απόλαυση της Καλαμάτας: σε αυτή την σπουδαία πόλη η απόλαυση είναι το όλο της. Προφανώς είναι όμορφα τα νεοκλασικά της, η πλατεία κοντά στο Δημαρχείο, οι διαφορετικές ζώνες της παραλίας, η Μαντίνεια που είναι κάτι σαν το Μπέβερι Χιλς των Καλαματιανών, η Βέργα , τα σκαρφαλωμένα χωριά της, τα μοναστήρια της και πολλά πολλά άλλα όμως αυτές οι αποσπασματικές εικόνες είναι απλές αποδείξεις μιας μεγαλύτερης γοητείας – η πόλη είναι συνολικά όμορφη κι αυτό είναι που μετρά. Και μόνο το γεγονός ότι μόλις καλοκαιριάσει μπορείς να κάνεις παντού σχεδόν μπάνιο μαρτυρά το πόσο τυχεροί είναι οι κάτοικοί της: αν οι πόλεις επιτρέπουν αυτές τις μικρές απολαύσεις στους ανθρώπους τότε και μόνο είναι καλώς καμωμένες. Οι πόλεις που ταλαιπωρούν τον κόσμο που ζει σε αυτές, ακόμα κι αν έχουν Αγιους Μάρκους και πάρκα ατελείωτα ποτέ δε μου άρεσαν.
Κάθε φορά που αγναντεύω την Καλαμάτα από ψηλά, ή που απολαμβάνω στον Αθανασίου τη λιχουδιάρικη εφεύρεση που λέγεται «φρυγανιά» ή που τρώω σαρδέλες με σκόρδο στο Γιώργο στα Καβουράκια, ή που κάνουμε πλάκα μέχρι τα χαράματα σε κάποιο από τα κρεμασμένα στη θάλασσα μπαράκια της καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η μεγάλη ατυχία της Ελλάδας είναι ότι το 1821 όταν ιδρύθηκε το νέο ελληνικό Κράτος οι Οθωνες δεν την ήξεραν γιατί ήταν μικρή και ασχημάτιστη. Από αυτό ξεκινά το νεοελληνικό μας βάσανο καθώς χάθηκε η πιθανότητα να αποκτήσουμε μια πρωτεύουσα με αισθητική και ως εκ τούτου και μια χώρα με αισθητική: αν αυτό υπήρχε θα είχαμε και μια παραγωγική οικονομία αφού θα υπήρχε ένα είδος σπουδής στο ωραίο που τόσο μας λείπει. Η ασχήμια των νεοελληνικών πόλεων και ειδικά η αισθητική καταστροφή της Αθήνας με την μεταπολεμική της γιγάντωση (επιτρεπόμενη δυστυχώς από τη μορφολογία του εδάφους και του χάρτη της) έκανε κυρίαρχο δόγμα των οικονομικό παρασιτισμό και όλα όσα αυτός συνεπάγεται. Αν πρωτεύουσα της Ελλάδας είχε γίνει η κουκλάρα Καλαμάτα θα υπήρχε αυτόματα και έμφυτη καλλιέργεια κάποιου τύπου πατριωτισμού που θα βασίζονταν στη συνειδητοποίηση της ομορφιάς και όχι σε σοβινισμούς και κηρύγματα. Από το ΄50 και μετά, και κυρίως μετά τη δεκαετία της αντιπαροχής, χάρη στον μιμητισμό της αρχιτεκτονικής (Θεέ μου συγχωράμε…) της πρωτεύουσας, γεμίσαμε μικρές άσχημες Αθήνες: με δεκαπέντε Καλαμάτες η Ελλάδα θα ήταν άλλη χώρα!
Στην ομορφιά της η πόλη χρωστά και το όνομα της. Το πήρε από την «Παναγία την καλοομάτα» μοναστήρι με υπέροχη θέα – η «Καλοομάτα» η «ωραία να τη βλέπεις», έγινε Καλαμάτα, δηλαδή ωραία να τη ζεις. Φυσικά υπάρχουν και οι άνθρωποι. Μια φίλη μου χε πει κάποτε ότι η Καλαμάτα είναι μια υπέροχη πόλη γεμάτη από άθλιους Καλαματιανούς: γέλασα αρχικά και στην συνέχεια της είπα ότι έχει άδικο. Οι Καλαματιανοί αγαπούν τις ιστορίες, έχουν μια θεατρικότητα γιατί ζουν σε μια «πόλη σκηνικό», έχουν ιδιότυπη αντζέντα που πρέπει να την ξέρεις για να τους παρακολουθήσεις, έχουν τοπικούς ήρωες που λήστεψαν τράπεζες ή κεράτωσαν το γείτονα, έχουν κάτι της το υπερβολικό, αλλά η πόλη γενικά σε σπρώχνει προς την υπερβολή και δε σε κοιμίζει: σύμφωνα με ένα αστικό θρύλο ο Γιώργος ο Μαζωνάκης πήγε κάποτε για δυο μέρες κι έμεινε τρεις μήνες! Όταν ακούω διάφορα επικριτικά για τους Καλαματιανούς αισθάνομαι ότι απλά τους ζηλεύουν…
Πηγή sport.gr