To “γιατί” δεν απαντήθηκε ποτέ
∆υο χρόνια µετά, καθώς ο χρόνος έχει προσφέρει την ψυχραιµία για να µην πνίγονται τα λόγια από τα συναισθήµατα, η µητέρα του Αλέξη Γρηγορόπουλου βρέθηκε απέναντι από την τηλεοπτική κάµερα
Στη ΝΕΤ, στο ειδικό αφιέρωµα όχι απλώς στη µνήµη του Αλέξη, αλλά στη µνήµη εκείνης της εξέγερσης που ξέσπασε µπροστά στο βαθύ αίσθηµα της αδικίας και της απορίας, µια µαυροντυµένη γυναίκα ρωτάει µε αξιοπρέπεια που συγκλονίζει όσο και το πένθος της. Γιατί;
Ενα ερώτηµα που δεν απαντήθηκε ποτέ.
Πολύ προσεκτικά απέναντί της η Γιάννα Παπαδάκου, χωρίς να αναζητάει το δάκρυ της συγκίνησης αλλά την ψύχραιµη συνείδηση και σκέψη ενός πολίτη πάνω απ’ όλα, έθετε τη µια ερώτηση µετά την άλλη. Για εκείνη τη νύχτα, για τον γιο που µεγάλωνε όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του, µε την ελπίδα να σπουδάσει, µε την ανάγκη να γνωρίσει τον κόσµο, µε τις φιλίες, τις παρέες, τις βόλτες, για εκείνη τη στιγµή που βρέθηκε απέναντι από την αναίτια βία. «Ηταν ανυποψίαστος, δεν φανταζόταν ποτέ ότιθα συνέβαινε κάτι τέτοιο». Κανείς δεν το φανταζόταν. «Με χτύπησαν», είπε µόνο καθώς έπεφτε στο έδαφος. Γιατί;
Ισως χρειάζονταν έναν νεκρό εκείνη την εποχή, κάποιοι κύκλοι από την αστυνοµία, για δικούς τους λόγους, είναι η µοναδική εξήγηση που έχει βρειη µάνα του Αλέξη Γρηγορόπουλου, η µοναδική απάντηση που µπορεί να δώσει ύστερα από δυο χρόνια. Αντιµέτωπη µε τον απόλυτο παραλογισµό, να τον έχει πληρώσει µε το ακριβότερο τίµηµα, τη ζωή του ίδιου της του γιου, προσπαθεί να µείνει συγκεντρωµένη στις λογικές απαντήσεις, µε τα µάτια καρφωµένα στις σηµειώσεις.
Ισως για να µην παρασυρθεί από το συναίσθηµα. Γιατί αυτό αφορά τους ιδιωτικούς χώρους, τον προσωπικό πόνο. Τα όσα ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, το ξέσπασµα των νιάτων και η πολιτική διαχείριση και εκµετάλλευση των γεγονότων που ακολούθησαν οφείλουν να µείνουν µακριά από τα προσωπικά συναισθήµατα. Χωρίς διόλου να κρυφτούν «το βλέµµα τους (σ.σ. των ενόχων για τη δολοφονία του Αλέξη) δεν µου έδειχνε τίποτε ανθρώπινο, δεν µου έδειχνε ότι είχαν ψυχή, δεν έδειξαν ποτέ µεταµέλεια, δεν ζήτησαν µια συγγνώµη».
Ωστόσο τηρήθηκε µέχρι το τελευταίο λεπτό της εκποµπής το «άγραφο συµβόλαιο», που εµπόδισε κάθε συναισθηµατολαγνικό ολίσθηµα να πληγώσει µε φτηνό ριάλιτι µια µνήµη που πλέον έχει ξεπεράσει την προσωπική απώλεια µιας µάνας και έχει γίνει σύµβολο για µια ολόκληρη γενιά.
Μούλιασε η οθόνη
Τα κλάµατα στην τηλεόραση; Οσο πιο αναίτια τόσο πιο θεαµατικά. Περισσεύουν στα φτηνά ριάλιτι. Τόσο, που γελοιοποιούν τα ίδια τα συναισθήµατα. Κάθε επεισόδιο και θρήνος, κάθε πλάνο και καυτό δάκρυ. Μούλιασε πια η οθόνη. Τι είδους θέαµα είναι αυτό αλήθεια; Και ποιος ψυχαγωγείται χαζεύοντας ανθρώπους που πλαντάζουν στο κλάµα για «ψύλλου πήδηµα»;
Γιατί είναι «ψύλλου πήδηµα» µπροστά στα πραγµατικά προβλήµατα που αντιµετωπίζει σήµερα ο κόσµος το δράµα µιας νεαρής, υγιούς και όµορφης γυναίκας που κλαίει µε µαύρο δάκρυ, γιατί, λέει, έφυγε από το σπίτι του «Big Brother» η κολλητή της.
Ή το κλάµα του Κρητικόπουλου που πήγε και κλείστηκε για τρεις µήνες στο µπιγκµπραδερόσπιτο για µια χούφτα ευρώ και, µόλις ακούσει τον πατέρα του, πλαντάζει στον κλάµα, λες και λειώνουν τα νιάτα του στην ξενιτιά.
Φτάνει. ∆εν είναι θέαµα πια αυτό, όποια ώρα και να ανοίξεις την τηλεόραση κάποιος να πλαντάζει. Και την ίδια ώρα να καταρρέει γύρω µας ο κόσµος όπως τον µάθαµε, να θρυµµατίζονται δικαιώµατα που εργαζόµενοι πλήρωσαν κάποτε µε αίµα, να χάνονται θέσεις εργασίας στον πραγµατικό κόσµο και µια χούφτα ριαλιτζήδες (από µάγειρες µέχρι ανθυποµοντέλες) να ζουν την ψευδαίσθησή τους ότι, επειδή παίζουν στην τηλεόραση για λίγο, θα βρουν και δουλειές. ∆εν πρόκειται. Αλλωστε, κανένα δικαίωµα δεν κέρδισαν ποτέ οι εργαζόµενοι µε κλάµατα.
Πόπη Διαμαντάκου
(Αναδημοσίευση από τα ΝΕΑ)