Ο Χρήστος Λαμπράκης, Έλληνας πολίτης στην πολιτική και τον πολιτισμό

Ελένη Σπανοπούλου

Της Ελένης Σπανοπούλου

Τον περασμένο Δεκέμβριο έκλεισαν 15 χρόνια από το θάνατο του ευπατρίδη Χρήστου Δ. Λαμπράκη , ενός Ωραίου Έλληνα δημοσιογράφου, έκδοτη και αφοσιωμένου πολίτη στα ιδεώδη της Δημοκρατίας, της των Ελλήνων Παιδείας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Σε λίγες ημέρες θα γινόταν 91 ετών (24/2/1934)

Έφυγε στα 76 του χρόνια , μετά από μια πολύ καθυστερημένη και αποτυχημένη επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς και αντικατάστασης της με τεχνητή κι όχι ανθρώπινη, στο Ωνάσειο, σε μια ύστατη προσπάθεια, να ανατραπεί το μοιραίο.
Με όσα συμβαίνουν γύρω μας σκέφτομαι συχνά ποια θα ήταν η γνώμη του και οι αντιδράσεις του, αν ζούσε.
Δεν θα άφηνε σε χλωρό κλαρί την όποια κυβέρνηση και τον όποιο πρωθυπουργό πίστευε ότι ευθύνεται για το έγκλημα των Τεμπών.

Με τον Λέοντα Καραπαναγιώτη το 1963 . Μια σχέση ζωής, αδιατάρακτη μέχρι τον θάνατο του κορυφαίου διευθυντή των ΝΕΩΝ, το 2006

Θα καλούσε τον αείμνηστο Λέοντα Καραπαναγιώτη για να μάθει και να σχηματίσει άποψη. Στις απανωτές συσκέψεις η εντολή θα ήταν για όλους και για όλες μια, δημοσιογραφικό πυρ ομαδόν ! Ανακάλυψη των αίτιων, αποκάλυψη των ενόχων και τιμωρία από τη Δικαιοσύνη, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται. Συνάδελφοι από τον ΔΟΛ και άλλα δημοσιογραφικά «μαγαζιά» γνωρίζουν την αλήθεια των παραπάνω, καθώς έχουν καλύψει ανάλογες μεγάλες τραγωδίες στη χώρα, από τη Μεταπολίτευση μέχρι το 2010 με εξαιρετική συνέπεια και ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο. Η παρακμή και η κατάρρευση του οικονομικού, κοινωνικού πολιτικού, αλλά και δημοσιογραφικού ιστού της χώρας δεν έφερε μόνο Μνημόνια και φτώχεια. Αποκάλυψε τη διαφθορά των αρμών σε όλες τις Εξουσίες, καλλιέργησε τον φόβο και την αδιαφορία για τον ανθρώπινο πόνο.

Κάθε φορά με επαναφέρει στην πραγματικότητα η ίδια η πραγματικότητα όσων μεσολάβησαν, όσων βιώνουμε, αλλά και η δική του πραγματικότητα, όπως την έζησα 20 χρόνια δίπλα του.
Και η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος έφυγε όρθιος πριν την κατάρρευση της χώρας στη μεγάλη Κρίση του 2010-2015 και χωρίς ποτέ κανείς να τον δει άρρωστο και ανήμπορο να εργαστεί.
Στις τελευταίες μας συζητήσεις στο δωμάτιο του Ευαγγελισμού κατάλαβα πως ήξερε την καταστροφή που πλησίαζε και τρόμαξα όταν, απαντώντας σε ερώτηση μου για τον νέο πρωθυπουργό της χώρας, Γιώργο Παπανδρέου, πήρα την απάντηση: «Θα αστειεύεσθε Ελένη! Το παιδί δεν μπορεί. Είναι μεγάλο το βάρος για τους ώμους του.» Εκείνο που δεν περίμενε, γι’ αυτό και δεν το συζητούσε, νομίζω, ήταν η δύσμοιρη τύχη του ΔΟΛ και η προδοσία των Αρχών της Βάσης του Συγκροτήματος Λαμπράκη, από τον Σταύρο Ψυχάρη. Κι όταν γράφω Αρχές εννοώ, την αταλάντευτη υπεράσπιση της Δημοκρατίας, της Δικαιοσύνης και της Δημοσιογραφίας. Κι όταν γράφω της Βάσης, εννοώ το μεγάλο ανθρώπινο δυναμικό του ΔΟΛ τους εκατοντάδες εργαζόμενους, που ο ίδιος ένοιωθε πάντα σαν οικογένεια του και που ταλαιπωρήθηκαν από την απληστία και τις σκοτεινές υποθέσεις και προθέσεις ανθρώπων, που ο ίδιος εμπιστεύτηκε. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που θα την γράψει η Ιστορία. Όχι εγώ….
Ο Πρόεδρος του ΔΟΛ ήταν μια χαρισματική , ιδιοφυής προσωπικότητα που σημάδεψε τον ιστορικό, πολιτικό , κοινωνικό και κυρίως, τον δημοσιογραφικό και πολιτιστικό ιστό της μεταπολεμικής Ελλάδας με τις δυναμικές αποφάσεις και το αδιαμφισβήτητα μεγάλου βεληνεκούς έργο του .
Είχε τη Δύναμη να διορθώνει τα όποια λάθη του και το Μεγαλείο να αναλαμβάνει ολοκληρωτικά την ευθύνη των συνεπειών τους.

Η μεγάλη του έγνοια ήταν πάντα τα νέα παιδιά. Η ελληνική νεολαία στην οποία πίστευε και φρόντιζε να το αποδεικνύει σε κάθε ευκαιρία.
Κρίθηκε αυστηρά, επικρίθηκε άδικα, όπως άλλωστε πολλοί… προφήτες στον τόπο μας και λείπει σήμερα τόσο από το χώρο των ΜΜΕ, όσο και από τον κόσμο του Πολιτισμού, περισσότερο από πολλούς που έκαναν πολύ φασαρία και πρόσφεραν πολύ λιγότερο έργο στο διάβα τους από τη ζωή…
Από μια παράξενη συγκυρία, στη δημοσιογραφική μου ζωή, το 1989 έγινα κάποια που έλεγε, από τότε, λέει σήμερα και θα λέει πάντα, με περηφάνια και συγκίνηση: “ Ήμουν άνθρωπος του Χρήστου Λαμπράκη “.
Φυσικό, αφού εργάστηκα κοντά του 20 ολόκληρα χρόνια, είτε ως δημοσιογράφος του ΔΟΛ στο Πολιτιστικό Τμήμα των ΝΕΩΝ, είτε ως Διευθύντρια Επικοινωνίας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών .
Καθόλου… αυτονόητο, όμως, γιατί ήμουν μόνο μια από τους πάνω από 1500 εργαζόμενους στα δημοσιογραφικά «μαγαζιά» του ΔΟΛ και ο αυτοκράτορας ήταν ανθρωποδιώκτης και ανθρωποπαγίδα μαζί ! Κλειστός σαν στρείδι, λαμπερός σαν μαργαριτάρι ,αν κατάφερνες ποτέ να δεις το φως ,μέσα από τη σχισμή … Τότε έμενες δεμένος για πάντα στο άρμα του!
Με αποτελεσματικό όπλο τη φυσική αστική ευγένεια που τον χαρακτήριζε, αλλά και το απίστευτο βάρος στους ώμους του από τη συντριπτική ανωτερότητα που του χάριζε το λαμπερό ιδιοφυές μυαλό του και η στερεή ,ολοκληρωτικά και απολύτως φυσικά κατακτημένη, κλασσική του Παιδεία, δεν επέτρεψε ποτέ να τον γνωρίσουν πραγματικά, παρά μόνον ελάχιστοι άνθρωποι.
Τριάνταπέντε χρόνια έκλεισαν, από τη μέρα που του πήρα την πρώτη συνέντευξη της ζωής του (1990) με θέμα το Μέγαρο Μουσικής. Μόνο για το Πάθος της ζωής του θα έσπαγε, άλλωστε, την από το 1953 σιωπή του. Από τότε που 23χρονο παλικάρι ανέλαβε τον ιστορικό ΔΟΛ, στη θέση του πατέρα του Δημητρίου Λαμπράκη. Είκοσι χρόνια τόσο στενής, καθημερινής συνεργασίας ,σε μια σχέση εμπιστοσύνης που άλλη δεν είχα ποτέ στη ζωή μου κι όμως , ακόμη δεν έχω πιστέψει ότι είχα την τιμή να ανήκω στους λίγους… στους οποίους επέτρεψε να γνωρίσουν τον αληθινό Χρήστο Λαμπράκη. Όχι του Δημητρίου και της ‘Ελζας, όχι του ΔΟΛ και της Εξουσίας του, ούτε του Προέδρου του Μεγάρου , αλλά του χαρισματικού γελαστού παιδιού που είχε πατρική εντολή να συνεχίσει, μητρική εντολή να πετύχει και προσωπική δέσμευση να ολοκληρώσει το Μέγαρο Μουσικής.

Με τη Μαρία Κάλλας, το 1960 στην Αθήνα, πριν την πρεμιέρα της όπερας «Νόρμα» στην Επίδαυρο

Να πραγματοποιήσει το όνειρο της πολυαγαπημένης του Δασκάλας Αλεξάνδρας Τριάντη, της προσωπικής του φίλης Μαρίας Κάλλας και του αγέρωχου μοναχόλυκου της ελληνικής μουσικής, Δημήτρη Μητρόπουλου αλλά με τον δικό του τρόπο και κυρίως, με το δικό του tempo. Allegro con spirito …
Όχι ως μια Στέγη απλώς για την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και τη Μουσική στην Αθήνα, αλλά σαν ατομικό αντιδραστήρα Πολιτισμού για την Ελλάδα ολόκληρη, την Κύπρο και την Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Τον γνώρισα μέρα τη μέρα, σταγόνα, σταγόνα , από παραγωγή σε παραγωγή , από τις πιο δύσκολες όπερες του γερμανικού ρεπερτορίου μέχρι τις πιο μεγάλες Συμφωνικές συναυλίες κάτω από τις μπαγκέτες των μεγαλύτερων μαέστρων και σολίστ του κόσμου. Από Κύκλους με περίφημα κονσέρτα ,ενότητες Χορού , μεγάλες εκθέσεις, εκδόσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα , σε συνεχή επικοινωνία με όλα τα μεγάλα φεστιβάλ και πολιτιστικά κέντρα του κόσμου. Ένας αληθινός Μαικήνας των τεχνών, ένας Άνθρωπος της Αναγέννησης στους γκρίζους καιρούς μας .
Τον υπηρέτησα σε σχεδιασμούς χορηγικών προγραμμάτων και …πενταετών δράσεων ακόμη και για το Περιβάλλον, όταν κανείς δεν νοιαζόταν και δεν μιλούσε γι αυτό. Σε συσκέψεις και προσωπικές συνομιλίες στο σπίτι του ,στο σπίτι μου, στο γραφείο του, στο γραφείο μου , όπου «τρύπωνε» πάντα αναπάντεχα με το τσαντάκι του περασμένο στον ώμο, γεμάτο χαρτιά με οδηγίες κι έκλεινε ανακουφισμένος την πόρτα λέγοντας «Μην σηκώνεστε παρακαλώ! Είστε έτοιμη για δουλειά Ελένη ,ή …να φύγω ;” αλλά και βράδια στο αγαπημένο του Κόνα Κάι. Σε ταξίδια στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε εκδρομές στην Αργολίδα και πρεμιέρες, σε μεταμεσονύκτια Επιδαύρια δείπνα με κουβέντα πάντα για τη δουλειά, για τους νέους, για τον τόπο, για την Ανάπτυξη που την έβλεπε μέσα από τρεις όρους: την Δημοκρατία, την Παιδεία και τη αγαστή συνεργασία του Κράτους με την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Δημοκράτης από κούνια, πριν από τον Γέρο της Δημοκρατίας.
Σοσιαλιστής πριν από τον Ανδρέα και Φιλελεύθερος πριν τον Μητσοτάκη, είχε τη γνώση, την πείρα, την ικανότητα, το εγνωσμένο κύρος και την εξυπνάδα να κινείται στις ατραπούς της πολιτικής Εξουσίας χωρίς να επηρεάζεται από αυτήν. Αν την επηρέασε αυτό οφείλεται πράγματι στη δύναμη του εκδότη Χρήστου Λαμπράκη, στο πείσμα του να πράττει ελεύθερος από κάθε δέσμευση και φυσικά στην συνήθη οσφυοκαμψία των κατά τα άλλα πολιτικών ταγών του τόπου…
Εκείνος σε κάθε στιγμή της απίστευτης ενεργητικότητας του έβαζε κάτω δέκα τουλάχιστον νεότερους του συνεργάτες. Δούλεψα δίπλα του σε στιγμές δυνατών συγκινήσεων , πικρών απογοητεύσεων και δικαιολογημένης περηφάνιας, αλλά και αδυναμιών. Στιγμές που η αρρώστια τον λύγιζε, για τον μόνο λόγο ότι δεν μπορούσε να εργαστεί, όσο και όπως θα ήθελε. Κι έφυγε ΟΡΘΙΟΣ ,χωρίς ποτέ κανείς να τον δει ανήμπορο. Αναχώρησε, όπως έζησε. Πολεμιστής…
Κανείς, όμως δεν είχε και δεν θα είχε ποτέ την άδεια του να μιλήσει ή και να γράψει για εκείνον δημόσια.
Όταν μου πρωτομίλησε το 1990 για το Μέγαρο, έγραψα στα ΝΕΑ αυτό που ένοιωσα αληθινό. Πως, δηλαδή, σκόπευε να εργαστεί σκληρά για να το καταστήσει μια βαλβίδα ροής αίματος στην καρδιά του Πολιτιστικής ζωής της Ελλάδας και της Ευρώπης.
Μια άλλη, απορυθμισμένη βαλβίδα έκανε ,το 2009 στο Ωνάσειο , τη δική του καρδιά να σταματήσει. Το θυμήθηκα και το ανακαλώ με πικρία σήμερα 15 χρόνια μετά σ’ αυτό το κείμενο , καλώντας σε βοήθεια, , όπως ακριβώς τότε, τους στίχους του Ανδρέα Εμπειρίκου:
«Χαίρε που αφέθηκες να γοητευτείς από τις Σειρήνες
Χαίρε που δε φοβήθηκες ποτέ τις Συμπληγάδες!»
«Ασφαλώς αστειεύεσθε, Ελένη. Μα τί λέτε τώρα; Είστε υπερβολική και ανυπάκουη!», σαν να τον ακούω να το λέει με τη βροντερή φωνή του. Σχεδόν τον βλέπω, με το ένα φρύδι θυμωμένα ανασηκωμένο, αλλά τα μάτια περιπαικτικά γελαστά πίσω από τα μονίμως λερωμένα γυαλιά.

Γράφω το σημερινό κείμενο, στη Μνήμη του, όχι για να διορθώσω την εικόνα του, που μιλά, άλλωστε, από μόνη της ,τη δική της φωνή, καθαρή και ξάστερη, όπως όταν ξεχνιόταν για λίγο και τραγουδούσε διδάσκοντας. Θέλουν δε θέλουν οι πικρόστομοι και ολίγιστοι επικριτές του, θα λαλεί κάθε βράδυ το μνημειώδες έργο του, στο Μέγαρο Μουσικής. Θα μιλούν οι εργαζόμενοι του , αλλά και καλλιτέχνες ή, απλοί άνθρωποι του μόχθου ,που γενναιόδωρα στήριξε πάντα σε δύσκολες στιγμές ,.
Δίπλα του έτσι έπραξα, έπαθα, έμαθα, έζησα και χάρηκα τόσα όσα άλλοι χρειάζονται πολλές ζωές για να ΄χουν τέτοια Χάρη.
Από το 2008 , όμως, ο Κορυδαλλός του Μεγάρου «είχε το ανάλαφρο βήμα των αποφασισμένων»!
Ήταν «σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος». Κι από εκείνο το πρωί της 21ης Δεκεμβρίου ,ο Χρήστος Λαμπράκης, είναι εκείνος «που ζει με τίποτε μπροστά του και με κανέναν»
Παραμένει, όμως, μια Στέρνα του τόπου που «θα διδάσκει τη σιγή μέσα στην πολιτεία τη φλογισμένη » για πολλά χρόνια.

*Η Ελένη Σπανοπούλου είναι δημοσιογράφος, τ. πρόεδρος ΕΔΟΕΑΠ

Comments are closed.