Τα καμένα της Αττικής, θυσία στους καταπατητές
Ο Βαγγέλης Αποστόλου, πρώην βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός, γράφει στο NEWS 24/7 για την επόμενη ημέρα των καμένων της Αττικής
Παρακολουθώ επί πολλά χρόνια τα θέματα προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας μου. Αυτά που επιφύλαξε η επόμενη ημέρα των καμένων της Αττικής δεν έχουν προηγούμενο. Ποτέ μέχρι σήμερα ανάλογες δεσμεύσεις ενός Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησής του δεν μεταβλήθηκαν τόσο γρήγορα και στο σύνολό τους, από εργαλείο περιβαλλοντικής αποκατάστασης, σε εργαλείο επιβράβευσης της καταστροφής και της λεηλασίας, που θα ακολουθήσει με τη νέα τους προσέγγιση.
Αντί το πρώτο βήμα να είναι να είναι η οριοθέτηση των καμένων και η καταγραφή τους, από τις οποίες θα αναδεικνύονταν χωριστά οι καταστροφές στα δασικού, αγροτικού και αστικού χαρακτήρα εδάφη, τελικά δεν κηρύχθηκαν άμεσα όλα αναδασωτέα.
Μέχρι σήμερα συμβαίνει επίσης και το παράδοξο: καμία πράξη κήρυξης αναδασωτέων, δηλαδή από το 1975 που θεσπίστηκε συνταγματικά η συγκεκριμένη δέσμευση, δεν έχει ολοκληρωθεί κι ούτε εξετάστηκαν τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης πράξης. Την ίδια βέβαια στιγμή, παρά το επείγον, δεν έχουν δρομολογηθεί οι εργασίες περιβαλλοντικής αποκατάστασης, δηλαδή της αντιδιαβρωτικής και αντιπλημμυρικής προστασίας των καμένων. Κι επειδή πολλά θα λεχθούν και για νέα δάση μετά τις πυρκαγιές, που αφήνουν ακόμη ανοιχτά ζητήματα αλλαγής χρήσης, δεν έχει ξεκαθαριστεί από την αρχή ένα πράγμα: Όχι μόνο να αφήνεται στη φύση το αναγεννητικό έργο, αλλά και να βοηθιέται γι αυτό.
Αυτό όμως που είναι εξωφρενικό είναι η επαναφορά του νόμου 5024/2023 που στηρίζει τις καταπατήσεις αλλά αποσύρθηκε άμεσα μετά τη ψήφισή του λόγω αντιδράσεων και επανέρχεται την επομένη της 30 Σεπτεμβρίου 2024, ανοίγοντας ξανά το δρόμο για τη χρήση του, ξεκινώντας από τη νομιμοποίηση των καταπατήσεων που προβλέπει. Η αντισυνταγματικότητα όμως των διατάξεων του συγκεκριμένου νόμου είναι προφανής, πόσο μάλλον όταν την ίδια στιγμή το ΣτΕ με πρόσφατη απόφασή του επανακαθορίζει με Σχέδιο Διατάγματος τα κριτήρια οριοθέτησης των οικισμών της χώρας.
Βέβαια οι παρεμβάσεις της Κυβέρνησης την τελευταία περίοδο στον δασικό χώρο είναι πολλές και δείχνουν ότι έχει στόχο να αλώσει το δασικό οικοσύστημα της χώρας μας. Θα σταθώ σε μερικές, όπως είναι η παράδοση των προστατευόμενων περιοχών και των περιοχών Natura στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, η εξουδετέρωση χιλιάδων πράξεων κήρυξης αναδασωτέων σε εκατομμύρια στρέμματα και κυρίως η κατάργηση του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου.
Το άρθρο 24 του Συντάγματος, που πολλές φορές ως τώρα επιχειρήθηκε η κατεδάφισή του, κατοχυρώνει ρητά την αρχή της αειφορίας, ορίζοντας ότι απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών, εκτός αν προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση τους, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.
Και είναι το άρθρο 117 του Συντάγματος που υπερασπίζεται αυτή την αειφορία, εισάγοντας το περιβαλλοντικό ισοζύγιο με τη διατύπωση ότι δημόσια και ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλον τρόπο αποψιλώνονται […] δεν αποβάλλουν τον χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν και κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέα, αποκλείοντας τη διάθεσή τους για άλλο προορισμό.
Μάλιστα για το άρθρο 117 δεν είχε υπάρξει η παραμικρή αμφισβήτηση, πλην της αδιανόητης πρόσφατης απόφασης 2499 /2012 του ΣτΕ που αναφέρει ότι «σκοπός της διάταξης του άρθρου 107 του Συντάγματος, παρά την απόλυτη διατύπωσή της, δεν ήταν η παντελής απαγόρευση οποιασδήποτε επέμβασης σε αναδασωτέα έκταση», εντάσσοντας ουσιαστικά στο συγκεκριμένο ύψιστο δημόσιο συμφέρον το αίτημα για την εγκατάσταση των ΑΠΕ, μια απόφαση που κατέρριψε η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, η οποία ρητά αναφέρει στην έκθεσή της ότι πράξεις κήρυξης αναδασωτέων δεν μπορούν να ανακληθούν.
Το τεκμήριο όμως αυτό υπάρχει εδώ και 187 χρόνια κι ασφαλώς όχι επειδή θέλησαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά την απελευθέρωση να δημεύσουν τις άγριες γαίες, αλλά γιατί απορρέει από τις Συνθήκες Απελευθέρωσης της χώρας, σύμφωνα με τις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο έχει το δικαίωμα να το προβάλλει στις μη καλλιεργούμενες και μη οικοδομήσιμες εκτάσεις συγκεκριμένων περιοχών.
Τέτοιες εκτάσεις είναι για παράδειγμα τα περισσότερα ελαιοπερίβολα, τα οποία έχουν συνδεθεί με νομές που φτάνουν μέχρι σήμερα χωρίς αναζητήσεις κυριότητας. Αρκεί η Δήλωση ΟΣΔΕ για να τεκμηριωθεί σε αυτές τις περιπτώσεις η αλλαγή χρήσης. Και η αναγνώριση της κυριότητας γινόταν είτε με νομοθετική παρέμβαση του ελληνικού κράτους, από την πρώτη με το βασιλικό διάταγμα του 1836 μέχρι και την πιο πρόσφατη του νόμου 3203/2003, είτε με αναγνωριστικές αποφάσεις του υπουργού Γεωργίας κατόπιν γνωμοδότησης του Συμβουλίου Ιδιοκτησίας Δασών στο οποίο προσέφευγαν οι ενδιαφερόμενοι, είτε με αμετάκλητες αποφάσεις των τακτικών δικαστηρίων. Αρκεί να ακολουθούνται οι νόμιμες διαδικασίες. Αναφέρω μια τέτοια πρόσφατη απόφαση. Πριν από δύο χρόνια το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε απόφαση, που στηρίχτηκε στο τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου, με τη οποία απέρριψε τη διεκδίκηση από το Άγιον Όρος και συγκεκριμένο ιδιώτη έκτασης 17.000 στρ. στη Χαλκιδική που ασφαλώς δεν τη διεκδικούσαν για αγροτική χρήση.
Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα: θα αντέξει η συγκεκριμένη απόφαση του Δικαστηρίου; Το σίγουρο είναι ότι με εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα αρχίζει το ξήλωμα του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου. Κι αυτό θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη επιβράβευση των καταπατήσεων της δημόσιας περιουσίας από καταβολής του ελληνικού κράτους.