Υπόθεση Λύτρα: Τα χτυπήματα θα μπορούσαν να είχαν αποβεί μοιραία – Γιατί δεν έγινε αλκοτέστ
Για υπέρμετρη ζήλια του Απόστολου Λύτρα προς το πρόσωπο της γυναίκας του και κακοποίηση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία μίλησε σήμερα ο αστυνομικός αναλυτής, Σταύρος Μπαλάσκας. «Η υπέρμετρη ζήλια, του γνωστού ποινικολόγου, ο οποίος απείλησε μέσα στο μαγαζί ότι θα τα κάνει λίμπα, τους έκανε να φύγουν. Στον δρόμο έπεσε εν κινήσει η πρώτη μπουνιά, μετά βρήκε ένα κενό του δρόμου, στάθμευσε δεξιά και την έσπασε κυριολεκτικά στο ξύλο. Όλα τα χτυπήματα στο κεφάλι. Όχι μόνο χτυπήματα, αλλά, όπως διαπιστώθηκε, είχε τραβήξει και τούφες από μαλλιά μαζί με δερματικό ιστό» ανέφερε ο αστυνομικός αναλυτής μιλώντας στον ΣΚΑΪ.
Και συνέχισε υποστηρίζοντας ότι η βάναυση κακοποίηση της Σοφίας Πολυζωγοπούλου θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. «Το να χτυπήσεις πάρα πολύ δυνατά, όταν είσαι άντρας, μία γυναίκα ή ένα παιδάκι, είναι πάρα πολύ εύκολο. Τα χτυπήματα θα μπορούσαν να είχαν αποβεί μοιραία. Το κεφάλι είναι κεφάλι, έχει σημεία, τα οποία, όταν δεχτούν πολύ ισχυρές μπουνιές, μπορούν να προκαλέσουν ανήκεστο βλάβη ακόμα και θάνατο. Δεν έγινε αλκοτέστ, δεν μπορώ να γνωρίζω γιατί δεν έγινε» ανέφερε ο Σταύρος Μπαλάσκας.
Αντίστοιχα στο MEGA η ψυχολόγος Άννα Κανδαράκη υποστήριξε ότι για να φτάσει κάποιος στο σημείο να ασκήσει σωματική βία, σίγουρα έχει ασκήσει πριν, άλλες μορφές βίας, έχει οικειοποιηθεί τη βία. «Ένας άνθρωπος που είναι βίαιος και γίνεται κακοποιητής, για να μιλήσουμε για θεραπεία, πάει να πει ότι χρειάζεται πάρα πολύς χρόνος γιατί από πίσω υπάρχει ένα τραύμα το οποίο είναι βαθύ. Δεν είναι μια παρορμητική συμπεριφορά, δεν συνέβη ξαφνικά, από πίσω πάει να πει ότι έχω οικειοποιηθεί τη βία», ανέφερε χαρακτηριστικά η γνωστή ψυχολόγος.
«Κάθε περίπτωση είναι μοναδική, δεν μπορούμε να ξέρουμε τι σκοτάδια κουβαλάει ο καθένας. Δεν είναι απλή η θεραπεία σε έναν άνθρωπο ο οποίος έχει καταγράψει τη βία σαν τρόπο διαφυγής και λειτουργίας. Τις περισσότερες φορές, το πιο δύσκολο κομμάτι είναι να αναγνωρίσω ότι έχω αυτήν τη διαταραχή και αυτό το τραύμα, να αναγνωρίσω ότι τελικά είναι πρόβλημα και δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί απλά να διορθωθεί και εφόσον μπω και αποφασίσω συνειδητά να ακολουθήσω μια θεραπευτική διαδικασία, ανάλογα θα πρέπει να κατανοήσω ότι θα πρέπει να λειτουργεί αυτή η θεραπεία σε δύο επίπεδα», τόνισε η ψυχολόγος Αννα Κανδαράκη.
Τέλος από την πλευρά της η δικηγόρος Εβίτα Βαρελά αναφερόμενη στην υπόθεση σημείωσε ότι πρέπει να γίνει πλήρης απόδοση ευθυνών. «Η κατηγορία που αποδίδεται είναι πάρα πολύ βαριά, διότι μιλάμε για βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη. Εδώ πέρα έχουμε να κάνουμε με ένα κακούργημα. Ελέγχονται δικαστικοί λειτουργοί για την απόφαση αυτή (σ.σ. μη προφυλάκισης) διότι προφανώς δεν προβλέπεται ποινική διαμεσολάβηση στα κακουργήματα και ειδικότερα όταν υπάρχει κίνδυνος ζωής. (…) Όταν λέμε ότι θα θεραπευτεί, το πρωταρχικό μας ζήτημα αυτήν τη στιγμή δεν είναι η θεραπεία. Θεραπευτικά και αναμορφωτικά μέτρα επιβάλλονται στους ανήλικους. Δεν μιλάμε εδώ για ανήλικο. Το πρωταρχικό κομμάτι θεωρώ ότι θα έπρεπε να είναι η πλήρης απόδοση ευθυνών».
«Το θύμα μπορεί να έχει τη στάση του, όμως πρέπει να προστατευτεί. Δεν προκύπτει κάποια ενοχή από προηγούμενη υπόθεση, οπότε εξετάζεται το μεμονωμένο περιστατικό. Ένα τέτοιο περιστατικό δεν είναι επαρκές για να προστατευτεί το θύμα και ενδεχομένως άλλα θύματα; Κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου, ούτε ένας ποινικολόγος. Όλοι ελεγχόμεθα», κατέληξε η δικηγόρος.