And the Oscar Goes To…

Σταύρος Ψυχάρης

 

Μακράν το καλύτερο κείμενο για τον Σταύρο Ψυχάρη είναι αυτό του Δημήτρη Δανίκα στο «Θέμα»! Η άνοδος και η πτώση… Οι αρετές, οι αδυναμίες, αλλά και η ανηθικότητα. Ο Δανίκας τα γράφει όλα, με την κοινή λογική και την αγνή καθαρή μάτια του πρώην κομμουνιστή, που έμεινε πρώην και όχι κάτι άλλο!

Τα γράφει όλα με το όνομα τους… Δεν διστάζει να καταγράψει ακόμη και την απορία του για τη σύζυγο Ψυχάρη, Χριστίνα Τσούτσουρα… Ακόμη και για κάποιους διευθυντές που είχαν κλειστή την πόρτα τους… Για την κόντρα Βήμα – Νέα! Για τις ταξικές διαφορές των Ψυχάρη – Καραπαναγιώτη, που στην ουσία ήταν ταξική μειονεξία!

Μέχρι και για τις κόρες του Ψυχάρη και ποια είχε πάρει τα χαρίσματα του!

Απολαύστε το

Από τα χαμηλά στα ψηλά από τα ψηλά στο ρετιρέ. Και στο ρετιρέ τους τύλιξες όλους σε μια κόλλα χαρτί.

Σε γλείψανε, σε κολακεύσανε και μετά σε «σκοτώσανε». Προφανώς δεν έχεις δει την ταινία του Τζιμ Τζάρμους που λέει ότι όσοι πιστεύουν ότι είναι αναντικατάστατοι μπορεί να πάνε στο νεκροταφείο της γειτονιάς τους.

Το 1989 όλοι μαζί μπήκαμε σε ένα ασανσέρ του Gorbi της περεστρόικα και της Γκλασνοστ. Εμείς οι ανώνυμοι-επώνυμοι ρομαντικοί που πιστεύαμε ότι με τον Γκόρμπι θα αλλάξουν όλα θα φύγει το στίγμα του Σταλινισμού, των Γκουλάγκ των εκτοπισμών και των εκτελέσεων. Και πως επιτέλους ο σοσιαλισμός θα γονιμοποιηθεί με τη Δημοκρατία.

Εκεί προς το τέλος του 1989 όταν ο Gorbi αναγκάστηκε να κάνει μεγάλες οικονομικές περικοπές. Όταν η Σοβιετική Ένωση αιμορραγούσε και δεν μπορούσε να συντηρήσει τόσους μεγάλους εξοπλισμούς. Τότε που απέσυρε το στρατό από τις χώρες- δορυφόρους.

Τότε που ο Ζιβκοφ,ο Χονεκέ, ο Τσαουσέσκου μαζί με όλους τους άλλους ηγέτες έφυγαν κακήν κακώς, τότε ράγισε το γυαλί και όλα έγιναν κομμάτια. Τότε που πήραμε την απόφαση πως είχε τελειώσει αυτή η σχέση, τότε που μας είπανε μικροαστούς. Μπορεί να είμαστε! Τότε που οι περισσότεροι έφυγαν και κατευθυνθήκαν προς τον Συνασπισμό. Τότε που εγώ δεν πήγα πουθενά, έμεινα με τον εαυτό μου.

«Δημήτρη θέλει να σε δει ο Ψυχάρης»

Ήταν αρχές του 1990 όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Σαν να επρόκειτο για συνωμοσία του σύμπαντος. Τότε άκουσα από την άλλη άκρη της γραμμής τη φωνή του Γιάννη Πρετεντέρη. Ο Γιάννης, που δεν τον ήξερα πολύ καλά, ήταν από τις καλύτερες πένες της δημοσιογραφίας. Τον διάβαζα στο Κυριακάτικο βήμα, τον απολάμβανα και τον θαύμαζα. Μπορεί να διαφωνούσα μαζί του όμως εκτιμούσα την κατασκευή της γραφής του. Την αρχιτεκτονική του. Σημασία δεν έχει μόνο το περιεχόμενο αλλά σημασία έχει και το πως γράφει κανείς. Η ειρωνεία. Η πονόμευση. Η γόνιμη σχέση της είδησης με το σχόλιο.

Ο Γιάννης λοιπόν μου είπε από το τηλέφωνο: «Δημήτρη θέλει να σε δει ο Ψυχάρης». Απάντησα: «Θαυμάσια». Μου είπε: «Όμως αν πρόκειται να του πεις τα ίδια τα κομμουνιστικά ότι θα μείνεις πιστός στο κόμμα,τότε να μην τον δεις». Του απάντησα: «Όχι θα ρθω».

Έτσι εκείνον τον Ιανουάριο του 1990 δρασκέλισα το κατώφλι του ιερού ναού της αστικής δημοσιογραφίας στη Χρήστου Λαδά και έτσι συνάντησα για πρώτη φορά τον Σταύρο Ψυχάρη.

Το στίγμα του κολασμένου

Μου είχε δείξει φωτογραφία, ασπρόμαυρη, που σέρβιρε καφέδες σε μια ταινία Ελληνικής παραγωγής. Ο Καραπαναγιώτης «αδερφός» του Χρήστου Λαμπράκη. Κολλητός φίλος του Ζιλ Ντασέν και της Μελίνας Μερκούρη. Επειδή ο Ζιλ Ντασέν ήταν μέλος της Ακαδημίας Κινηματογράφων στο Χόλιγουντ λάμβανε ετησίως σε κασέτες όλες τις υποψήφιες για Όσκαρ ταινίες. Επομένως είχε δει πριν από εμάς τους κριτικούς όλες τις ταινίες. Θυμάμαι λοιπόν ότι με φώναζε στο γραφείο του, άδειαζε ένα πακέτο τσιγάρα εν ριπή οφθαλμού έπινε δύο μεγάλα ποτήρια κόκα κόλα μαζί με τα παγάκια.

Στα διαλείμματα της δουλειάς του πεταγόταν στο βιβλιοπωλείο «Κάουφμαν», αγόραζε πέντε – έξι βιβλία τα διάβαζε χιαστί και μετά τα έστελνε σε μερικούς συντάκτες που το περιεχόμενό τους τους αφορούσε. Κάποια από αυτά τα έστελνε και σε μένα. Ο Καραπαναγιώτης όπως και ο Λαμπράκης δεν είχαν μπράβους, δεν κυκλοφορούσαν με λιμουζίνες. Και όταν έμπαιναν στο ασανσέρ έβαζαν τον κλητήρα να μπει πρώτος αυτός και μετά εκείνοι. Επειδή ήταν γνήσιοι μεγαλοαστοί, αυθεντικοί, από τους ελάχιστους σε αυτή τη Βαλκανική χώρα που λέγεται Ελλάδα, δεν είχαν να αποδείξουν τίποτα. Ήταν η επιτομή της εξουσίας.

Ο Σταύρος Ψυχάρης το ακριβώς αντίθετο. Από χαμηλά κοινωνικά στρώματα με το στίγμα του Κομμουνιστή επειδή ήταν ανιψιός του Κώστα Λουλέ και επειδή είχε μάθει Ρώσικα στο Ελληνικό – Σοβιετικό σύνδεσμο. Ο Ψυχάρης έπρεπε να αποδείξει ότι ήταν προορισμένος να κατακτήσει την εξουσία. Μεγάλο το ταξικό χάσμα που χώριζε τον Ψυχάρη από τον Λαμπράκη και τον Καραπαναγιώτη. Το χάρισμα του Ψυχάρη, αντίθετα με ότι λένε,ήταν η δημοσιογραφική του όσφρηση. Απόδειξη η επαναστατική ανανέωση στον Ελληνικό τύπο με την κυκλοφορία του «Κυριακάτικου Βήματος» την δεκαετία του ογδόντα.

Πέταξε στα σκουπίδια τη σοβαροφάνεια, τα δελτία τύπου, τα στείρα κομμάτια, και τα χασμουρητά. Και έφερε στην επιφάνεια νέες υπογραφές, νέο ύφος, νέα stories και ένα νέο περιεχόμενο. Εμείς της άλλης όχθης τα διαβάζαμε τα απολαμβάναμε τα θαυμάζαμε. Ο δημοσιογράφος Ψυχάρης τα ανέτρεψε όλα. Ο εξουσιομανής Ψυχάρης τα κατέστρεψε όλα!

Τα ετερόκλητα έλκονται

Ο ιδιοφυής Χρήστος Λαμπράκης έκανε την εξής απίστευτη αντιστροφή. Τοποθέτησε ως διευθυντή στα λαϊκά «Νέα» τον κουλτουριάρη Λέοντα Καραπαναγιώτη. Και στο ελιτίστικο «Βήμα» τοποθέτησε ως αφεντικό τον «λαϊκό» Σταύρο Ψυχάρη. Προφανώς ο Λαμπράκης ήταν θαυμαστής της ρήσης «τα ετερόκλητα έλκονται». Και πράγματι τα καθημερινά «Νέα» θριάμβευσαν κυκλοφοριακά και το Κυριακάτικο Βήμα εκτοξεύτηκε στα ύψη.

Όσο ανέβαινε ο Ψυχάρης τόσο πιο πολύ φλέρταρε με την εξουσία. Η μεγαλομανία του αποδείχτηκε καταστροφική. Έτσι σιγά σιγά περιόρισε τις δημοσιογραφικές του ασχολίες και άρχισε να λειτουργεί στο παρασκήνιο. Τον Απρίλιο του 1990 άρχισα να συνεργάζομαι με το Βήμα.

Θυμάμαι το πρώτο μου κείμενο ήταν για το θάνατο της «θεάς» Γκρέτα Γκάρμπο. Στο καλλιτεχνικό τμήμα συνάντησα εξαίρετους συναδέλφους όπως τη Μυρτώ Παπαδοπούλου και τη Χριστίνα Τσούτσουρα. Η Χριστίνα εκείνη την εποχή εργάζονταν στο εξωτερικό τμήμα. Ένα κορίτσι που τα είχε όλα: κομψότητα γοητεία και μυαλό.

Αργότερο όταν έμαθα ότι παντρεύτηκε τον Ψυχάρη έμεινα εμβρόντητος. Αλλά κατάλαβα. Όπως έλεγε ένας σοφός: «Οι άντρες ερωτεύονται με το βλέμμα οι γυναίκες με τα αυτιά». Η Χριστίνα ερωτεύτηκε το μυαλό του Ψυχάρη τη δύναμη του, και την εξουσία του. Αλλιώς δεν εξηγείται. Τέλος πάντων.

Ανώνυμοι ρομαντικοί

Η διαφορά ανάμεσα στον Καραπαναγιώτη και τον Ψυχάρη εκτός όλων των άλλων είναι και αυτή. Ο Καραπαναγιώτης λάτρευε τις τέχνες ο Ψυχάρης λοιδορούσε τους καλλιτέχνες. Επειδή λοιπόν ο Ψυχάρης προέρχεται από Κομμουνιστική οικογένεια, εκτιμούσε τις αρετές των δημοσιογράφων του «Ριζοσπάστη». Και αυτές ήταν πειθαρχία γράμματα και εργασιομανία. Για αυτό όταν κατέρρευσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» άρχισε να συνεργάζεται με πάρα πολλά παιδιά από το χώρο αυτής της κομμουνιστικής εφημερίδας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι δύο στυλοβάτες του «Βήματος»: η Ελένη Βουτσίδου και ο Λευτέρης Γιαννακόπουλος. Ανώνυμοι στο ευρύτερο κοινό αλλά επώνυμοι στα γραφεία του Βήματος. Οι δύο αυτοί σεμνοί εργασιομανείς πρώην στελέχη του «Ριζοσπάστη», οι άνθρωποι που έστηναν το Βήμα.

Αλλά και ο Αντώνης Καρακούσης ο σημερινός διευθυντής του «Βήματος» από το χώρο της Αριστεράς προήλθε και αυτός εργασιομανής. Τα παιδιά εκείνης της Κομμουνιστικής αριστεράς ήταν το άλας της Γης. Διαβασμένοι, συγκροτημένοι, πειθαρχημένοι, ανήσυχοι, ευαίσθητοι εραστές της ουτοπίας. Καμία σχέση εκείνη η γενιά με τους σημερινούς τους Συριζα. Άβυσσος μεσολαβούσε ανάμεσα τους.

Η αρχή του τέλους

Με την έκρηξη του Χρηματιστηρίου και με εκείνη τη μεγάλη φούσκα, ο Λαμπράκης παραμέρησε τον Ψυχάρη και η σκυτάλη της εξουσίας κατέληξε σε άλλα πρόσωπα. Δεν θυμάμαι τα ονόματα τους. Τότε ο ΔΟΛ αγόραζε τα πάντα. Είχε φτάσει στο σημείο να αγοράσει και κινηματογραφική εταιρία.

Όταν έσκασε η φούσκα επανήλθε στην εξουσία ο Ψυχάρης. Και έτσι μια εύθραυστη ισορροπία επιτεύχθηκε. Προσωρινά όπως αποδείχθηκε.

Μέσα σε αυτή τη μεγαλομανία μετακομίσαμε απο το οίκημα στη Χρήστου Λαδά σε ένα τεράστιο οικοδόμημα επί της οδού Μιχαλακοπούλου. Εκεί όπου παλιά είχε εγκατασταθεί το Υπουργείο Βιομηχανίας. Ήταν η αρχή του τέλους. Όσο ανέβαινε ψηλά τόσο θα κατέβαινε χαμηλά.

Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο επίπλαστης μεγαλοπρέπειας που στο ισόγειο αυτού του κτιρίου να έχει εγκατασταθεί το καφέ Da Capo. Και τότε όλοι αναρωτιόμασταν τι ακριβώς συμβαίνει. Εμείς οι δημοσιογράφοι βλέπαμε να μπαινοβγαίνουν μοντέλα, τουαλέτες, φίρμες και φωτογράφοι. Και αναρωτιόμασταν τι ακριβώς συμβαίνει. Ο νεοπλουτισμός στο απόγειο του.

Κανείς δεν έβλεπε τον επερχόμενο κατήφορο και την καταστροφή. Ακούγαμε για ιλιγγιώδεις μισθούς που λάμβαναν διάφορες κυρίες των Δημοσίων Σχέσεων. Δεν έχω στοιχεία απλώς τα άκουγα. Δεν μπορώ να τα ελέγξω.

Ο ΔΟΛ είχε μετατραπεί σε ένα τέρας συνύπαρξης life style, εξουσιομανίας και δευτερευόντως δημοσιογραφίας.

Εκείνη την εποχή ο Λέων Καραπαναγιώτης είχε φροντίσει να αποσυρθεί από τη θέση του αυτοβούλως και να χρήσει ως αντικαταστάτη του τον Παντελή Καψή. Εξαίρετη επιλογή. Ο Παντελής αποδείχθηκε άξιος συνεχιστής της παράδοσης του Καραπαναγιώτης αλλά και εκσυχρονιστής αυτής της παράδοσης.

Η λογική του κατήφορου είναι ο πάτος

Δύο θάνατοι η καθοδική πορεία του ΔΟΛ. Ο πρώτος ήταν ο θάνατος του Λέοντα Καραπαναγιώτη το 2006. Και ο δεύτερος του Χρήστου Λαμπράκη το 2009. Θυμάμαι λοιπόν τότε στο Πρώτο Νεκροταφείο που σχεδόν όλο το έμψυχο δυναμικό του ΔΟΛ είχε πάει για να τιμήσει την μνήμη του Χρήστου Λαμπράκη, εκεί τότε που όλοι πιστέψαμε και ήταν λάθος μας ότι ο Σταύρος Ψυχάρης ήταν ικανός να διατηρήσει και να συμβάλει στην επιβίωση του ΔΟΛ.

Θυμάμαι τότε που τον πλησίασα και του είπα «Τώρα εσύ είσαι η ελπίδα μας». Πλάνη.

Ο Δημήτρης Λαμπράκης ο πατέρας του Χρήστου ο ιδρυτής του ΔΟΛ δημιούργησε το «Ελεύθερο Βήμα» το 1922 τον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» το 1926 και τα «Αθηναϊκά Νέα» το 1929. Απο το 1922 μέχρι τις 9 Απριλίου του 2017 όπου ο Ψυχάρης εγκατέλειψε το ΔΟΛ και το συγκρότημα που σχεδόν κατέρρεε, μεσολάβησε σχεδόν ένας αιώνας παρά πέντε χρόνια.

Ο Ψυχάρης χρειάστηκε οκτώ χρόνια για να το γκρεμίσει. Η ανηφόρα δύσκολη, πολύχρονη και κοπιαστική. Η κατηφόρα εύκολη. Η λογική του κατήφορου είναι ο πάτος.

Η ψευδαισθηση του άτρωτου

Προφανώς ο Ψυχάρης φθονούσε την επιτυχία των «Νέων». Προφανώς δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι τα «Νέα» πουλούσαν πολύ ενώ το καθημερινό «Βήμα» σχεδόν τίποτα. Προφανώς επειδή αναγκάστηκε να κλείσει το καθημερινό «Βήμα» δύο φορές και προφανώς αυτή η ταξική διαφορά που τον ξεχώριζε από τον Καραπαναγιώτη τον είχε πληγώσει, για αυτούς τους λόγους όταν ανέλαβε το τιμόνι η πρώτη του δουλειά ήταν να αλλάξει δηλαδή να γκρεμίσει τα «Νέα». Τέτοια αυτοκαταστροφική μανία δεν έχω ξανασυναντήσει ποτέ στη ζωή μου!. Απέσυρε από την διεύθυνση τον Παντελή Καψή, τον τοποθέτησε στο Κυριακάτικο Βήμα, και έτσι διά της αναβάθμισης τον υποβάθμισε. Και στην θέση του τοποθέτησε τον Χρήστο Μεμή.

Για να καταλάβετε την διαφορά ανάμεσα στο Καραπαναγιώτη και το Μεμή θα σας πω το εξής. Ο μεν Καραπαναγιώτης της κουλτούρας είχε την πόρτα του ανοιχτή σε όλους τους δημοσιογράφους, ο μεν Μεμής την είχε κλειστή. Ο πολύγλωσσος Καραπαναγιώτης πίστευε στα Ελληνικά κείμενα στην Ελληνική γραφή και στους συνεργάτες του ενώ ο Χρήστος Μεμής ήταν λάτρης των μεταφραστικών κειμένων. Έτσι ξηλώθηκε όλη η κληρονομιά του Καραπαναγιώτη και του Καψή και έτσι τα «Νέα» έγιναν αγνώριστα και άρχισαν αν κατρακυλάνε.

Το «Βήμα» που ήταν «παιδί» του Ψυχάρη παράμενε αλώβητο και ακολουθούσε την παράδοση του. Τα «Νέα» κατέληξαν πειραματόζωο και έγιναν αγνώριστα. Τέτοια αυτοκαταστροφική μανία ούτε σε ρεκόρ Γκίνες.

Η πτώση του ΔΟΛ ακολουθούσε τη γενικότερη πτώση της οικονομικής κρίσης του 2010. Ο Ψυχάρης είχε περιοριστεί από τα δημοσιογραφικά του καθήκοντα και είχε ρίξει το βάρος του στα οικονομικά, στα δάνεια, και τους χορηγούς. Αντί να νοικοκυρέψει το συγκρότημα εξακολουθούσε να πορεύεται με την ψευδαίσθηση του άτρωτου. Δηλαδή να συναλλάσσεται με την εκάστοτε εξουσία . Εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ήταν το αφεντικό όλων. Αυτό αποδείχθηκε η μεγάλη πλάνη του. Μαζί με το γεγονός της ανίατης αρρώστιας του, που παρέλυαν τα εσωτερικά του όργανα, αν και ο εγκέφαλος του εξακολουθούσε να λειτουργεί με τις ίδιες ταχύτητες, όλα αυτά μαζί τον έστειλαν στη χρεοκοπία. Έσκαβε το λάκκο του.

Εις το επανιδείν

Εναρκτήριο λάκτισμα της καθόδου του Σταύρου Ψυχάρη ήταν το πρωτοσέλιδο δημοσίευμα στο «Βήμα» με τίτλο, με κόκκινα γράμματα «Ήρθε η ώρα της αριστεράς». Και με δεύτερο δημοσίευμα, εκείνο το σαρκαστικό κείμενο για τη «γάτα» που αποκάλυψε την επαφή που είχε με τον Αλέξη Τσίπρα.

Αυτό το έκανε για δύο λόγους: πρώτον για να αποδείξει ότι είναι το αφεντικό των πάντων και δεύτερον για να αποδείξει ότι «είμαι βρώμικος εγώ αλλά βρώμική και Αριστερά που συναλλάσσεται μαζί μου». Όλοι από τον δικό μου πάγκο θα περάσουν. Αυτή και η μεγάλη του πλάνη. Εκεί μπερδεψε το δημοσιογραφικό σαρκασμό του με την αρετή που πρέπει να διαθέτη κάθε σοβαρή, αξιόπιστη εξουσία. Εκεί έβαλε την ταφόπλακα στο ΔΟΛ.

Γιατί τα έκανε όλα αυτά; Προφανώς παρασυρμένος από την ψευδαίσθηση πως θα είναι πάντα άτρωτος και πάντα κυρίαρχος του παιχνιδιού. Για αυτό αργότερα όταν ο ίδιος καταστράφηκε όλοι τον εγκατέλειψαν και όλοι έλεγαν τα χειρότερα για αυτόν.

Εγώ θα τον θυμάμαι για τις δύο μεγάλες αρετές του. Για την δημοσιογραφική του όσφρηση και για την καλή σχέση που είχε με τους συνεργάτες του. Δυστυχώς αυτές υποχώρησαν και κυριάρχησαν η μεγαλομανία του και η εξουσιολατρεία του. Δηλαδή το παρασκήνιο, η διαπλοκή και οι διάδρομοι οι επιχειρηματικοί και οι πολιτικοί.

Στο τέλος της ζωής του η Χριστίνα του στάθηκε πιστή αφοσιωμένη και πάντα στο πλάι του. Από όλα τα παιδιά του πίστευε ότι η Σοφία η κόρη που είχε κάνει με τη Χριστίνα είναι η πιο έξυπνη και η πιο ικανή από όλα τα παιδιά του. Και όταν στις 9 Απριλίου του 2017 έγραψε το τελευταίο του κείμενο στο «Βήμα»,δάκρυσα. Αλλά πολλά από αυτά δεν τα πίστεψα: Στην πραγματική ζωή υπάρχουν στιγμές μικρών και μεγάλων αποχωρισμών. Ο σημερινός, ο δικός μου, είναι βαρύς και μέγας και εξ αυτού του λόγου δύσκολος έως ασήκωτος.

Υπηρετώ εδώ και 54 έτη τη δημοσιογραφία με το ίδιο πάθος και την ίδια αγάπη. Την τίμησα και με τίμησε. Είχα την ευκαιρία, είχα την τύχη να ζήσω εκ του σύνεγγυς όλα τα μεγάλα γεγονότα της πατρίδας μας, τις καλές και δυστυχείς στιγμές της.

Και μαζί να συναντήσω, να συνομιλήσω, να συνεργαστώ και να συγκρουστώ ακόμη με ιστορικά πρόσωπα της πολιτικής, της οικονομίας, της τέχνης, του πολιτισμού και της διανόησης στα χρόνια της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Συνδέθηκα επίσης και φορές ηγήθηκα όλων των μεγάλων αλλαγών στον τομέα της ενημέρωσης. Έζησα την εποχή των διώξεων, βίωσα τη λογοκρισία, συμμετείχα στη μεγάλη άνοιξη των εφημερίδων στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, είδα την εισβολή της τηλεόρασης και, τελευταία, την επανάσταση του Internet. Και βεβαίως, τη μεγάλη οικονομική κρίση και την ακόμη μεγαλύτερη του Τύπου.

Πρωταγωνίστησα στην ανάδειξη πρώτα του «Βήματος» σε ναυαρχίδα της ενημέρωσης και αργότερα στην κατάκτηση της κορυφής από τον ΔΟΛ. Συνεργάστηκα αρμονικά με τον ιστορικό εκδότη Χρήστο Λαμπράκη και αποδέχθηκα το βάρος της διαδοχής του σε μια κρίσιμη και δύσκολη περίοδο για τον Οργανισμό.

Όλα αυτά τα χρόνια της μεγάλης κρίσης του Τύπου αντιμετώπισα ανυπέρβλητα εμπόδια και ταυτόχρονα δέχθηκα πρωτοφανή και μοναδική στα χρονικά πολιτική πίεση. Όλοι οι μηχανισμοί προπαγάνδας και εξουσίας επιδίωξαν την εξόντωσή μου. Ωστόσο μπορώ να βεβαιώσω τους αναγνώστες ότι πάντα έδρασα με γνώμονα τις αρχές της έγκυρης και αξιόπιστης ενημέρωσης.

Δεν είναι παρά ταύτα ώρα απολογισμού και απόδοσης ευθυνών, αλλά αποχωρισμού και αποχαιρετισμού.

Διατηρώ τις καλύτερες αναμνήσεις από’ «Το Βήμα», τον ΔΟΛ και συνολικά τη δημοσιογραφία. Ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου τους συνεργάτες και τους εργαζομένους του Οργανισμού για την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν και για την καρτερικότητα που επέδειξαν στην πολύμηνη περίοδο της κρίσης.

Ευχαριστώ τους χιλιάδες αναγνώστες που επιμένουν να ενημερώνονται από «Το Βήμα» και τα υπόλοιπα μέσα του Οργανισμού.

Ο Οργανισμός έχει δυνάμεις, στηρίζεται σε ισχυρές βάσεις και είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσει να πρωταγωνιστεί. Στην πραγματική ζωή υπάρχουν επιτυχίες και αποτυχίες. Τούτη η προσωπική μάχη μπορεί υπό αντίξοες συνθήκες να χάθηκε, αλλά τίποτα δεν πάει χαμένο.

Εις το επανιδείν

Σταύρος Π. Ψυχάρης

Ένα το μεγάλο δίδαγμα από την άνοδο και την κάθοδο του Σταύρου Ψυχάρη. Όπως έλεγε η μακαρίτισσα η νόνα μου «τα θελές και τα παθες παιδάκι μου ας πρόσεχες».

Α ρε συ Σταύρο! Δύο πράγματα δεν μπορεί να αγοράσει κανείς σε αυτή τη ζωή: τον αληθινό έρωτα και το θανατο.

Εις το επανιδείν. Με συντροφικούς χαιρετισμούς.

Comments are closed.