Ρευστότητα 15-16 δισ. ευρώ στην αγορά σε χρόνο ρεκόρ

άρθρο του Άδωνι Γεωργιάδη
…στον Φιλελεύθερο

Στο πρόγραμμα χορήγησης κεφαλαίου κίνησης με πλήρη επιδότηση επιτοκίου τα πρώτα δύο χρόνια, κατατέθηκαν σε πέντε μόλις ημέρες πέντε φορές περισσότερες αιτήσεις απ’ όσες είχαμε προϋπολογίσει ότι θα κατέθεταν οι επιχειρήσεις σ’ έναν ολόκληρο μήνα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν πήραμε την απόφαση να κλείσουμε προσωρινά το σύστημα για να γίνει η πρώτη αξιολόγηση των αιτήσεων, τα αιτούμενα δάνεια ανέρχονταν σε 4 δισ. ευρώ και μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για να κλείσει το σύστημα είχαν εκτοξευθεί στα 5,5 δισ. ευρώ. Κι αυτό ενώ αρχικά μέσω του συγκεκριμένου προγράμματος υπολογιζόταν να χορηγηθούν δάνεια ύψους 1,3 δισ. ευρώ, ποσό που υπολογίζουμε να αυξηθεί στα 2 με 2,5 δισ. ευρώ με τους επιπλέον πόρους που θα κατευθύνουμε στο Ταμείο Επιχειρηματικότητας (ΤΕΠΙΧ ΙΙ).
Καθώς λοιπόν το ενδιαφέρον των επιχειρηματιών για ρευστότητα, τον κρισιμότερο παράγοντα για την άμεση και αποτελεσματική επανεκκίνηση της οικονομίας, είναι πάρα πολύ μεγάλο, πολλοί με ρωτούν καθημερινά: «Μπορούμε να κάνουμε αίτηση σε όλα τα χρηματοδοτικά προγράμματα του υπουργείου Ανάπτυξης & Επενδύσεων;».
Προφανώς, θετική η απάντηση. Η ουσία είναι, όμως, κάθε επιχειρηματίας να πάρει δάνειο με βάση τις ανάγκες του. Γι’ αυτό, άλλωστε, σχεδιάσαμε διαφορετικά χρηματοδοτικά εργαλεία.
Στο προαναφερθέν πρόγραμμα, στο οποίο οι αιτήσεις μπορούν να υποβάλλονται ξανά από τις 20 Μαΐου, το Δημόσιο καλύπτει τους τόκους την πρώτη διετία μέσω του Ταμείου Επιχειρηματικότητας (ΤΕΠΙΧ ΙΙ), αλλά το -μειωμένο- ρίσκο το αναλαμβάνει η τράπεζα. Αρα, επιχείρηση με χαμηλό cash flow μπορεί να θεωρεί χρησιμότερο να αξιοποιήσει τη διετή περίοδο χάριτος, γνωρίζοντας ότι αυτό θα σημαίνει λίγο υψηλότερο επιτόκιο ή μεγαλύτερες εξασφαλίσεις.
Από την άλλη, επιχείρηση με υψηλότερο cash flow, η οποία είναι σε θέση να πληρώνει το δάνειο από τον πρώτο μήνα, πιθανόν να προτιμά χαμηλότερο επιτόκιο και μικρότερες εξασφαλίσεις, άρα θα προσανατολιστεί στο δεύτερο πρόγραμμα χορήγησης δανείων κεφαλαίου κίνησης με εγγύηση του Δημοσίου μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) έως του 80% του δανείου.
Το πρόγραμμα αυτό, στο οποίο οι αιτήσεις υπολογίζεται να αρχίσουν να κατατίθενται στις τράπεζες γύρω στις 26-27 Μαΐου, είναι και μεγαλύτερο, καθώς με 2 δισ. ευρώ που χρηματοδοτούμε το νεοσυσταθέν Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων Covid-19 της ΕΑΤ, αναμένεται να μοχλευθεί μέσω των τραπεζών ρευστότητα 7 δισ. ευρώ στις επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα, με άλλα 250 εκατ. ευρώ καλύπτεται η επιδότηση των εγγυήσεων.
Παράλληλα με αυτά τα δύο προγράμματα, «τρέχει» ήδη και μπορούν οι επιχειρήσεις να υποβάλλουν αιτήσεις έως τις 30 Ιουνίου το πρόγραμμα επιδότησης τόκων υφιστάμενων δανείων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων πληττόμενων από τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του ιού Covid-19. Με το συγκεκριμένο πρόγραμμα καλύπτονται από το Δημόσιο οι τόκοι Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου των ενήμερων στις 31 Δεκεμβρίου 2019 επιχειρηματικών δανείων των συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Επισημαίνω ότι πρόκειται για επιχορήγηση και όχι δάνειο. Ηδη έχουν εγκριθεί οι αιτήσεις 13.000 επιχειρήσεων και είναι στη φάση της επεξεργασίας οι αιτήσεις άλλων 42.000.
Δίνουμε μεγάλη βαρύτητα στην ταχύτητα εκταμίευσης προς τις επιχειρήσεις. Στο πρόγραμμα κεφαλαίου κίνησης με πλήρη επιδότηση επιτοκίου τα πρώτα δύο χρόνια, αφαιρέσαμε περίπου τα μισά δικαιολογητικά για να μειώσουμε τη γραφειοκρατία και έως την περασμένη Τετάρτη είχαν εκταμιευθεί περί τα 200 εκατομμύρια ευρώ. Στο άλλο πρόγραμμα, το εγγυοδοτικό, δέσμευση των τραπεζών είναι ότι η εκταμίευση θα γίνεται σε χρόνο ρεκόρ, σε 10-15 ημέρες το πολύ.
Συμπερασματικά, με τα 7 δισ. του μεγάλου εγγυοδοτικού προγράμματος, με τα έως 2-2,5 δισ. του προγράμματος επιδότησης επιτοκίου και με το 1 δισ. ευρώ της πληρωμής των τόκων για τρεις μήνες, παροχετεύουμε ως υπουργείο Ανάπτυξης & Επενδύσεων μέσω των τραπεζών στην αγορά ρευστότητα άνω των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εάν συναθροισθούν τα 2 δισ. ευρώ της επιστρεπτέας προκαταβολής και οι γραμμές χρηματοδότησης που έχουν ανοίξει οι ίδιες οι τράπεζες, η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία αναμένεται να ανέλθει στα 15-16 δισ. ευρώ.

Comments are closed.