Συρρίκνωση εισοδημάτων για τους 30άρηδες στη Βρετανία

 

Η γενιά όσων είναι 30-35 χρόνων και ζουν στη Βρετανία σήμερα βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα από ό,τι εκείνοι οι οποίοι γεννήθηκαν μεταξύ 1970-1980. Οπως είχαμε συνηθίσει στη Δύση να λέμε, ειδικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι τα παιδιά θα ζήσουν καλύτερα από τους πατεράδες και τις μανάδες τους. Αυτό όμως δεν ισχύει στην τωρινή περίπτωση. Οι σημερινοί 30άρηδες (γενιά των Millennials) δεν έχουν βελτιωμένο βιοτικό επίπεδο και το ποσοστό ιδιόκτητης στέγης έχει υποχωρήσει, βάσει έρευνας την οποία διεξήγαγε το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Σπουδών στη Βρετανία και την οποία επικαλείται το Bloomberg. Σε αυτήν φαίνεται ότι η διαγενεακή πρόοδος έχει παύσει λόγω της στασιμότητας των μισθών και της εκτίναξης των τιμών των κατοικιών. Επιπροσθέτως, οι γενικότερες προοπτικές της βρετανικής οικονομίας σε συνθήκες πλήρους αβεβαιότητας λόγω Brexit δεν είναι ευοίωνες – άρα επιδεινώνουν την ήδη κακή εικόνα των Millennials. Επιπλέον, ένας ακόμα λόγος είναι και η συρρίκνωση που προκάλεσε η κρίση στα μεσαία εισοδήματα.
Η προσμονή ότι η κάθε νέα γενιά θα απολαμβάνει περισσότερα από την προηγούμενη ισχύει για όσους είναι 40-42 ετών και έχουν διπλασιάσει τα εισοδήματά τους συγκριτικά με τα αντίστοιχα όσων γεννήθηκαν στη δεκαετία του 1930 – η σύγκριση γίνεται μεταξύ των εισοδημάτων στην ίδια ηλικία των ατόμων. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Σπουδών, oι σημερινοί Βρετανοί 30άρηδες δεν βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από όσους γεννήθηκαν στη δεκαετία του 1970 και συγκρινόμενοι κατά την ίδια ηλικία.

Οι μισθοί δεν αυξάνονται, οι τιμές των σπιτιών εκτινάσσονται και αυτό σημαίνει ότι πλουτίζουν όσοι ήδη έχουν στην κατοχή τους κατοικίες. Εν τω μεταξύ, οι νεότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να ενταχθούν στο σύστημα ιδιοκτησίας, που τους δίνει τη δυνατότητα σε βάθος χρόνου να μεταπωλήσουν το σπίτι τους και να κερδίσουν από μία επόμενη αγορά κατοικίας. Στην ηλικία των 30 ετών το ποσοστό όσων έχουν ιδιόκτητο σπίτι έχει μειωθεί από το 60% όσων γεννήθηκαν στη δεκαετία του 1960 στο 40% όσων είναι γεννημένοι στη δεκαετία του 1980, σύμφωνα με τα ευρήματα του Ινστιτούτου. Βέβαια, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εικόνα για τους 30άρηδες και 35άρηδες δεν είναι κακή συνολικά. Οι νέοι νόμοι, που έχουν ψηφιστεί, προβλέπουν ότι ολοένα και περισσότεροι νέοι άνθρωποι εντάσσονται σε συνταξιοδοτικά προγράμματα, ενώ θα κληρονομήσουν και τον πλούτο που σώρευσαν οι γονείς τους. Το Ινστιτούτο, όμως, προειδοποιεί ότι αυτή η εξέλιξη δημιουργεί το ενδεχόμενο να διευρυνθεί το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στην ίδια ηλικιακή κατηγορία. «Είναι οι άνθρωποι με τους πλουσιότερους γονείς, που κατά μέσον όρο είναι πλουσιότεροι και οι ίδιοι, οι οποίοι αργότερα στη ζωή τους θα αυξήσουν τις περιουσίες τους με την κληρονομιά των γονέων», παρατηρεί ο οικονομολόγος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Σπουδών, Τζόναθαν Κριμπ. «Πρόκειται για μία πηγή πλούτου, την οποία όσοι έχουν φτωχότερους γονείς στερούνται. Αυτό δείχνει πως, όταν μελετούμε τη διαγενεακή ανισότητα δεν πρέπει να λησμονούμε τις ανισότητες μεταξύ των ομηλίκων».
Συνολικά μιλώντας, η κύρια αιτία για το ότι η γενιά των Millennials διατηρεί περιορισμένο πλούτο είναι το άμεσο αποτέλεσμα των χαμηλότερων ποσοστών ιδιοκατοίκησης. Προηγούμενες έρευνες του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Σπουδών δείχνουν ότι η μείωση ποσοστού ιδιοκτησίας (και συνήθως ιδιοκατοίκησης) έχει αντίκτυπο στο μέσο εισόδημα των νεαρών ενηλίκων. Οι τιμές κατοικιών είναι σαφώς υψηλότερες σε συσχετισμό με τα εισοδήματά τους (ειδικά στο Λονδίνο και στα νοτιοανατολικά της χώρας) σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές. Επίσης, υπάρχει αυστηρότερος περιορισμός στα στεγαστικά δάνεια και αυτό γίνεται για καλό σκοπό, όπως επισημαίνει το Ινστιτούτο, οπότε δεν θα ανακτηθεί σύντομα το χαμένο έδαφος.

Απώλειες 11.000 λιρών
Αυτό που μελετά το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών είναι τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν στην κατοχή τους τα νοικοκυριά. Με το να σωρεύουν λοιπόν πλούτο τα νοικοκυριά, σημαίνει πως έχουν βάλει στην άκρη κάποια χρήματα για τις δύσκολες εποχές και πολλοί θα θελήσουν να δημιουργήσουν ένα απόθεμα για την εποχή μετά τη σύνταξη. Οπότε, το ενδιαφέρον για τους ερευνητές έγκειται στον μέσο πλούτο που κατέχει η κάθε γενιά στη Βρετανία.
Ο πλούτος αυτός περιλαμβάνει το ποσό που πληρώνει κανείς σε ιδιωτικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, την αξία της όποιας ακίνητης περιουσίας (αφαιρώντας, βέβαια, το στεγαστικό δάνειο), καθώς και την αξία κάθε άλλης αποταμίευσης ή επένδυσης (αφαιρώντας και πάλι κάθε δάνειο εκτός των στεγαστικών).
Το ινστιτούτο κατέληξε στο εξής: Για τις περισσότερες γενιές, ο μέσος όρος του πλούτου εναρμονίζεται με τον αντίστοιχο της γενιάς που γεννήθηκε μία δεκαετία νωρίτερα.
Ωστόσο, η εικόνα αυτή φαίνεται να αλλάζει για όσους γεννήθηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980.
Στα 30-33 τους χρόνια σήμερα, οι γεννημένοι και γεννημένες στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έχουν στην κατοχή τους πλούτο σχεδόν 20% χαμηλότερο εν συγκρίσει με όσους είναι γεννημένοι/ες στη δεκαετία του 1970. Αυτό το 20% μεταφράζεται σε 11.000 λίρες λιγότερο κατά κεφαλήν.
Οσοι άνθρωποι γεννήθηκαν προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 έχουν περιουσία ανάλογη με εκείνων που γεννήθηκαν στις αρχές του ’80.
Πηγή Καθημερινή

Comments are closed.