Δραγασάκης: Το κλίμα αλλάζει
Η ανάκαμψη να γίνει διατηρήσιμη ανάπτυξη
Ομιλία Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης στο πλαίσιο της 82ης ΔΕΘ
Χαιρετισμός στην εκδήλωση «Η Έρευνα και η Καινοτομία για την κοινωνία»
i. Το κλίμα αλλάζει – Η ανάκαμψη να γίνει διατηρήσιμη ανάπτυξη
Κυρίες και κύριοι,
Με ιδιαίτερη χαρά χαιρετίζω τη σημερινή εκδήλωση που αφορά στον κρίσιμο για το μέλλον της χώρας τομέα της Έρευνας και της Καινοτομίας. Έναν τομέα στον οποίο, όπως ακούσαμε ήδη, αναπτύσσονται σημαντικές πρωτοβουλίες.
Πριν διατυπώσω κάποιες σκέψεις για το θέμα της σημερινής εκδήλωσης, θα ήθελα να αναφερθώ στις τρέχουσες εξελίξεις για να επισημάνω πως η βασική διαπίστωση από τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών είναι ότι το κλίμα στην οικονομία και την κοινωνία αλλάζει. Η οικονομία από τη βαθιά ύφεση έχει εισέλθει σε μια φάση σταθεροποίησης και ανάκαμψης. Μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς το ρυθμό και την ένταση της ανάκαμψης -αν θα είναι 1,5% ή 2%- όμως κανείς πλέον δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτήν την αλλαγή τάσης.
Για την κυβέρνηση, το πιο κρίσιμο είναι πώς αυτή η ανάκαμψη θα αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική και στην πορεία θα μετασχηματισθεί σε διατηρήσιμη, Βιώσιμη και Δίκαιη Ανάπτυξη. Να αξιοποιηθεί προς όφελος της κοινωνίας και των πιο αδυνάμων τμημάτων της. Ακριβώς για αυτό, η κυβέρνηση θέτει ως προτεραιότητες την τόνωση των επενδύσεων, αλλά και την αποκατάσταση και διεύρυνση των εργατικών δικαιωμάτων, τη στήριξη των θεσμών και των δομών κοινωνικής προστασίας.
ii. Να τερματίσουμε τα Μνημόνια – Να σχεδιάσουμε από τώρα τη μεταμνημονιακή Ελλάδα
Οι εξελίξεις αυτές υποστηρίζουν το σχέδιο μας για τον τερματισμό των Μνημονίων το καλοκαίρι του 2018 διότι δημιουργούν προϋποθέσεις για την επίτευξη των δημοσιονομικών και των αναπτυξιακών στόχων, αλλά και γιατί οδηγούν στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και διευκολύνουν την έξοδο στις αγορές.
Όμως ο στόχος μας έχει δυο σκέλη:
• Το ένα σκέλος είναι να επιτύχουμε τον τερματισμό των μνημονίων και του ειδικού καθεστώτος επιτροπείας που μας έχει επιβληθεί.
• Το άλλο σκέλος είναι να σχεδιάσουμε από τώρα τη μεταμνημονιακή Ελλάδα, να σχεδιάσουμε, δηλαδή, εκείνο το ποιοτικό άλμα που θα μας επιτρέψει να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο, τη χαμένη εικοσαετία όσο το δυνατόν συντομότερα. Διότι από άποψη παραγωγής, εισοδήματος και άλλων δεικτών έχουμε πράγματι επιστρέψει στα επίπεδα που είχαμε πριν το 2000 και από άποψη επενδύσεων έχουμε οπισθοχωρήσει στα επίπεδα που είχαμε πριν από το 1995. Άρα η χαμένη εικοσαετία δεν είναι σχήμα λογού αλλά μια οδυνηρή πραγματικότητα που δείχνει το μέγεθος της προσπάθειας που απαιτείται για την ανασυγκρότηση της χώρας.
iii. Νέο Υπόδειγμα Βιώσιμης και Δίκαιης Ανάπτυξης
Για να το πετύχουμε αυτό δεν αρκεί η μεγέθυνση πάνω στις παλιές δομές και τις παλιές βάσεις. Χρειάζεται να προχωρήσουμε σε ποιοτικές αλλαγές σε νέες κατευθύνσεις, με μια αναπτυξιακή στρατηγική που θα δημιουργεί τις βάσεις για ένα νέο Υπόδειγμα Βιώσιμης και Δίκαιης Ανάπτυξης.
Ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου αναπτυξιακού υποδείγματος είναι:
1. Νέα Παραγωγική Ταυτότητα
Η νέα παραγωγική ταυτότητα θα πρέπει να είναι συμβατή με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, να παρακολουθεί τις διεθνείς τάσεις και εξελίξεις, ώστε να ανταποκρίνεται τόσο στις εσωτερικές ανάγκες όσο και στην παγκόσμια ζήτηση.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος της Έρευνας και της Καινοτομίας, ως πυλώνας του νέου παραγωγικού υποδείγματος είναι καθοριστικός. Γι’ αυτό, από την πρώτη στιγμή ως κυβέρνηση επιλέξαμε να επενδύσουμε στο πεδίο αυτό. Μάλιστα, στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Κοινωνικής Πολιτικής (ΚΥ.Σ.ΚΟΙ.Π.) θέσαμε στην ίδια κλίμακα προτεραιοτήτων τόσο τη στήριξη της Υγείας και της Κοινωνικής Προστασίας όσο και τη στήριξη της Έρευνας και είναι ενδεικτικό ότι, παρά την κρίση, οι δαπάνες για την έρευνα προσέγγισαν για πρώτη φορά το 1% του ΑΕΠ.
2. Βιώσιμη οικονομική δομή – Νέα σύνθεση του ΑΕΠ και της απασχόλησης
Η νέα αυτή παραγωγική ταυτότητα θα πρέπει να αντανακλάται και σε μια νέα βιώσιμη οικονομική δομή και σε μια νέα σύνθεση του ΑΕΠ, των επενδύσεων και της απασχόλησης, με στόχο την αύξηση του μεριδίου της μεταποιητικής βιομηχανίας και των εξαγωγών στη σύνθεση του ΑΕΠ .
Ήδη παρατηρούμε αυξανόμενα ενθαρρυντικά στοιχεία στην κατεύθυνση αυτή. Σύμφωνα λοιπόν με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία:
• Στο 7μηνο 2017 η συνολική αξία των εξαγωγών αυξήθηκε κατά 16,5% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2016
• Το ίδιο χρονικό διάστημα, η βιομηχανική παραγωγή παρουσίασε αύξηση κατά 5,3% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2016.
Τα επενδυτικά σχέδια που υποβλήθηκαν στο νέο Αναπτυξιακό Νόμο αφορούν στην πλειοψηφία τους επενδύσεις σε βιομηχανικές και καινοτόμες δραστηριότητες.
Είναι συνεπώς κρίσιμο αυτές οι τάσεις να ενισχυθούν και τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να σχεδιάσουμε μια ολοκληρωμένη στρατηγική ώστε η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ, από περίπου 8% που είναι σήμερα, ένα πολύ χαμηλό ποσοστό, να φθάσει στο 15%.
3. Ενίσχυση της ενδογένειας, της διακλαδικότητας και της συνεργασίας
Για να επιτύχουμε τους στόχους μας, χρειάζεται να διαθέτουμε και τα κατάλληλα εργαλεία για αυτό. Οι οριζόντιες λοιπόν πολιτικές δεν αρκούν. Είναι αναγκαίο να αναπτύξουμε εξειδικευμένες και στοχευμένες πολιτικές για συγκεκριμένους κλάδους και συμπλέγματα δραστηριοτήτων με σκοπό μια νέα παραγωγική εξειδίκευση και βέλτιστη αξιοποίηση των δυνατοτήτων και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων.
4. Νέα κοινωνικά υπεύθυνη επιχειρηματικότητα
Για να επιτευχθούν οι προηγούμενοι στόχοι είναι απαραίτητη η ανάδειξη μιας νέας κοινωνικά υπεύθυνης επιχειρηματικότητας που στρέφεται σε διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Πρόκειται για επιχειρηματικότητα που επανεπενδύει τα κέρδη της, αξιοποιεί δημιουργικά το ανθρώπινο κεφάλαιό της, σέβεται το περιβάλλον και συνυπολογίζει τα ευρύτερα συμφέροντα της κοινωνίας.
Παράλληλα με την ιδιωτική πρωτοβουλία είναι αναγκαία και μια ανανεωμένη λειτουργία του δημόσιου τομέα, καθώς η προαγωγή των δημόσιων αγαθών απαιτεί οργανωτικότητα, καινοτομία, εξωστρέφεια και διεθνείς συνεργασίες.
Πέρα όμως από το «συμβατικό» επιχειρείν, είναι κρίσιμο για τη διαδικασία παραγωγικής ανασυγκρότησης να στηριχθούν και τα συλλογικά σχήματα που στηρίζονται στις αξίες της συνεργασίας και της κοινοτικής αλληλεγγύης.
5. Προαγωγή και αναβάθμιση της εργασίας
Η εργασιακή «ζούγκλα» δεν αποτελεί μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας αλλά μοχλό ποιοτικής οπισθοδρόμησης και παγίδευσης της οικονομίας σε δραστηριότητες χαμηλής ειδίκευσης και προστιθέμενης αξίας. Στο δικό μας σχέδιο, η αναβάθμιση της εργασίας καταλαμβάνει κεντρική θέση. Και αυτή είναι μία στρατηγική επιλογή. Στόχος μας είναι η αναπτυξιακή δυναμική να έχει την εργασία και τη γνώση στον πυρήνα της.
Τα προηγούμενα χρόνια υπήρξε μια άνευ προηγουμένου μείωση των απολαβών των εργαζομένων. Το 2012, με νομοθετική παρέμβαση της τότε κυβέρνησης ο κατώτατος μισθός μειώθηκε από 23 έως 32%. Συνολικά, από το 2009 έως και το 2014, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ οι μισθοί υποχώρησαν κατά 25% περίπου.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, δεν μπορεί να στηριχθεί στα συντρίμμια της εργασίας, αλλά στην αυξημένη απασχόληση, τις ποιοτικές και βιώσιμες θέσεις εργασίας, σε ένα περιβάλλον σεβασμού των εργασιακών δικαιωμάτων και θέσπισης κανόνων προστασίας τους από την εργοδοτική αυθαιρεσία.
Η αύξηση του μεριδίου της εργασίας στη σύνθεση του αυξανόμενου ΑΕΠ -κάτι που θα σημαίνει βελτιωμένα εισοδήματα, μεγαλύτερη δυνατότητα για κατανάλωση και αποταμίευση- όχι μόνο δεν είναι εμπόδιο για την ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά προϋπόθεση για την ανάπτυξη της.
iv. Έρευνα – Καινοτομία – Κοινωνία
Για να πετύχουμε το ποιοτικό άλμα που χρειαζόμαστε, δεν αρκεί να κάνουμε ότι κάνουν οι άλλες χώρες ούτε να περιοριστούμε σε ό,τι έγινε αλλού, προ πολλού. Πρέπει να κάνουμε κάτι παραπάνω και κάτι διαφορετικό, να επινοήσουμε εκείνους τους παράγοντες που θα μας επιτρέψουν να επιταχύνουμε τις εξελίξεις και να κάνουμε το αναγκαίο άλμα.
Και τους παράγοντες αυτούς μπορούμε να τους βρούμε σε δυο κατευθύνσεις:
• Η πρώτη είναι η επένδυση στην Έρευνα και την Καινοτομία
• Η δεύτερη είναι η επένδυση στην ίδια την κοινωνία. Από την άποψη αυτή, οι δομές κοινωνικής προστασίας και η διαμόρφωση ενός νέου Κοινωνικού Κράτους, στη βάση της καθολικότητας και της ισονομίας, αποτελεί αναγκαία επένδυση και οργανικό συστατικό του αναπτυξιακού σχεδίου. Επένδυση στην κοινωνία σημαίνει να εμπιστευτούμε την κοινωνία, τους πολίτες, τους νέους. Σημαίνει δυνατότητα που πρέπει να εξασφαλίσουμε στην κοινωνία και τους φορείς της, αλλά και στους πολίτες και τους νέους, όχι απλώς να έχουν γνώμη για τις μεγάλες επιλογές, αλλά και να συμμετέχουν ενεργά στην ίδια την ανάπτυξη, μέσα από μορφές κοινωνικής οικονομίας και συνεργατικής επιχειρηματικότητας.
Επιχειρήσεις που απειλούνται με κλείσιμο ή εγκαταλείπονται θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις να λειτουργήσουν από συνεταιρισμούς των ίδιων των εργαζομένων. Φυσικοί πόροι όπως η αιολική ενέργεια, η ηλιακή ενέργεια κ.ά. μπορούν να αξιοποιούνται από τους ίδιους τους κατοίκους των νησιών ή άλλων τοπικών κοινωνιών. Καινούριες ιδέες νέων επιστημόνων που δεν βρίσκουν πρόσβαση για χρηματοδότηση στις συμβατικές τράπεζες πρέπει να μπορούν να προσφεύγουν σε ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία και θεσμούς μικροπιστώσεων.
Ήδη έχει θεσμοθετηθεί και αναπτύσσεται η Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία. Σε λίγο καιρό θα νομοθετηθεί το πλαίσιο για τους ενεργειακούς συνεταιρισμούς και τις ενεργειακές κοινότητες, ενώ στη φάση του σχεδιασμού βρίσκεται η δημιουργία σχημάτων παροχής μικροπιστώσεων. Διαμορφώνεται, λοιπόν, ένα θεσμικό «οικοσύστημα» με πολλές δυνατότητες, το οποίο όμως απαιτεί ένα κίνημα πρωτοβουλιών και δράσεων, όπως έγινε κάποτε με τη δημιουργία συνδικάτων ή συνεταιρισμών.
Ακόμη και ερευνητές που έφυγαν στο εξωτερικό μπορούν να ενταχθούν σε ειδικά προγράμματα και να λειτουργήσουν ως «γέφυρες» για τη συνεργασία με διεθνή ερευνητικά κέντρα ή και για την προσέλκυση τέτοιων κέντρων να εγκατασταθούν στη χωρά μας. Και υπάρχουν τέτοιες δυνατότητες και παραδείγματα σε εξέλιξη.
Από την άλλη πλευρά, η Έρευνα δημιουργεί καθημερινά νέες δυνατότητες και πεδία καινοτομίας, εφόσον γεφυρώνει τις δυνατότητες που δημιουργεί η 4η βιομηχανική επανάσταση με το εγχώριο επιστημονικό δυναμικό και τις εγχώριες δυνατότητες. Οι δυνατότητες, συνεπώς, δεν είναι κάτι στατικό ή για πάντα δεδομένο, αλλά είναι και αυτές αποτέλεσμα έρευνας, οργάνωσης, σχεδιασμού, συντονισμού διάσπαρτων πόρων και δυνατοτήτων.
Ένα παράδειγμα: Πέρυσι πραγματοποιήσαμε μαζί με τα Υπουργεία Οικονομίας και Υγείας μια μελέτη για τον κλάδο της φαρμακοβιομηχανίας. Διαπιστώθηκε ότι πάρα την πίεση που έχει δεχθεί ο κλάδος, διαθέτει μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης εάν λειτουργήσει ως ένα ενιαίο σύμπλεγμα δραστηριοτήτων που θα συνδέει την έρευνα, την παραγωγή, την ικανοποίηση των εγχωρίων αναγκών, τις εξαγωγές. Και γίνονται ήδη συζητήσεις για ένα κλαδικό Κέντρο έρευνας.
Άλλο παράδειγμα: Στην Ιταλία, το 75% της τουριστικής κατανάλωσης καλύπτεται από την εκεί εγχωρία παραγωγή, αγροτική και βιομηχανική. Στη χωρά μας το αντίστοιχο ποσοστό είναι πολύ μικρό∙ λέγεται πως είναι κάτω του 15%. Στο Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης δημιουργήσαμε ένα Φόρουμ διαλόγου αναμεσά σε φορείς από το χώρο του τουρισμού και της παραγωγής για να διατυπώσει προτάσεις πολιτικής που μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός ισχυρότατου μηχανισμού στήριξης αλλά και ποιοτικής αναβάθμισης και διεθνούς προβολής των προϊόντων μας.
Ορισμένοι θεωρούν ότι η Έρευνα αφορά μόνο μεγάλες χώρες και συγκεκριμένους τομείς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επένδυση στην Έρευνα απαιτεί τεράστιους πόρους που ακόμη και μεσαίου μεγέθους χώρες δεν μπορούν να διαθέσουν. Και για αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα αιτήματα πολλών ευρωπαϊκών χωρών που κι εμείς υποστηρίζουμε είναι οι δαπάνες για την Έρευνα να μην υπολογίζονται στο δημόσιο έλλειμα. Πέραν αυτού πάντως, η διεθνοποίηση της Έρευνας επιτρέπει και σε μικρότερες χώρες και Ιδρύματα να διεκδικήσουν με την κατάλληλη οργάνωση και στρατηγική κάποιο ρόλο και αυτό ακριβώς επιδιώκουμε.
Ο ρόλος της Έρευνας, της Καινοτομίας και της Γνώσης είναι, επομένως, όχι βοηθητικός, αλλά πρωταγωνιστικός στη νέα αναπτυξιακή στρατηγική. Ακριβώς για αυτό, δεν αρκεί να μείνουμε σε μια παραδοσιακή ή εξωτερική σχέση ανάμεσα στην έρευνα και στην παραγωγή, ανάμεσα σε φορείς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Ο νέος ρόλος της Έρευνας και της Καινοτομίας πρέπει να βρει τη θέση του στο επίπεδο των επιχείρησεων, των οικονομικών κλάδων, σε όλη την κλίμακα της κοινωνίας. Και επειδή δεν μπορεί κάθε επιχείρηση να έχει το δικό της κέντρο έρευνας, πρέπει να υπάρξουν κλαδικά και περιφερειακά Κέντρα έρευνας, τεχνολογικά πάρκα και άλλες υποδομές που θα συνδέονται με τα εκπαιδευτικά και τα ερευνητικά Ιδρύματα και θα αποτελούν μια εθνική επιστημονική και ερευνητική υποδομή, τη βάση για το νέο υπόδειγμα Βιώσιμης και Δίκαιης Ανάπτυξης.
Πρέπει να το πούμε ανοιχτά∙ οι χώρες, αν δεν επενδύουν στην Παιδεία, την Έρευνα και την Καινοτομία δεν έχουν μέλλον. Αλλά αυτό ισχύει και για τους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις. Όποιες δεν επενδύουν σημαντικό μέρος των κερδών τους στην Έρευνα και την Καινοτομία, όποιες δεν συνδέονται με κάποιο τρόπο με εστίες Έρευνας κα Γνώσης δεν είναι βέβαιο ότι μπορούν να επιβιώσουν, σε ένα κόσμο που αλλάζει, ταχύτατα.
Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται πιστεύω πιο κατανοητή η στρατηγική σημασία της δουλειάς που αθόρυβα γίνεται από το Υπουργείο Παιδείας, στη Γ.Γ. Έρευνας και Τεχνολογίας, σε αλλους φορεις και ερευνητικά Ιδρύματα της χώρας, καθώς και σε εστίες καινοτομίας του ιδιωτικού τομέα.
Θέλω να διαβεβαιώσω και από το βήμα αυτό ότι οι προσπάθειες αυτές θα έχουν την ολόπλευρη στήριξή μας.