Η συμφωνία για τη β’ αξιολόγηση ξεκλειδώνει τις διαδικασίες για την οριστική λήξη των μνημονίων
Ομιλία Δραγασάκη σε συνέδριο για τα «κόκκινα» δάνεια
Κυρίες και κύριοι,
Η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων απαιτεί πλήρη και έγκυρη ενημέρωση τόσο των δανειοληπτών όσο και όλων όσων εμπλέκονται στο διακανονισμό τους.
Επίσης η διαμόρφωση της νέας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής απαιτεί ουσιαστικό κοινωνικό και πολιτικό διάλογο, ειλικρινείς αντιπαραθέσεις αλλά και κοινούς τόπους και συγκλίσεις.
Θα ήθελα λοιπόν να συγχαρώ τους διοργανωτές του Συνέδριου. Αποτελεί μια συμβολή και στα δυο αυτά επίπεδα, της ενημέρωσης και του διαλόγου.
Η συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση και το χρέος
Η συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση, εφόσον ολοκληρωθεί όπως αναμένεται με τα μέτρα για το χρέος, δημιουργεί δυνατότητες για τη συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την έξοδο στις αγορές εντός του 2017∙ ξεκλειδώνει, δηλαδή, τις διαδικασίες για την οριστική λήξη των Μνημονίων και της επιτροπείας το καλοκαίρι του 2018.
Πολλά ελέχθησαν για καθυστερήσεις. Όμως σήμερα κανείς, πιστεύω, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γνωρίζει ποια ήταν η διελκυστίνδα των καθυστερήσεων. Ότι ο «κόμπος» που έπρεπε να λυθεί ήταν οι διαφωνίες μεταξύ των δανειστών και οι παράλογες απαιτήσεις ορισμένων εξ αυτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ολλανδός Πρέσβης Caspar Veldkamp δήλωσε στη «Ναυτεμπορική»: «Η προκαταρκτική συμφωνία που επιτεύχθηκε την περασμένη Τρίτη σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα μπροστά. Ελπίζαμε να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση αρκετούς μήνες πριν, ωστόσο αυτό δεν κατέστη δυνατό. Δεν αποτελεί έκπληξη, διότι η διαπραγμάτευση αφορούσε ευαίσθητα θέματα. Επιπλέον, έπρεπε να ικανοποιηθούν και οι απαιτήσεις του ΔΝΤ. Η παρουσία του ΔΝΤ στο τρέχον πρόγραμμα διάσωσης με χρηματοδοτική ανάμιξη είναι πολιτικά αναγκαία για μια σειρά από πιστώτριες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ολλανδίας».
Οι διαφωνίες αυτές ήταν γνωστές ήδη από το καλοκαίρι του 2014, όταν και σταμάτησε το ΔΝΤ να συμμετέχει χρηματοδοτικά στο 2ο Μνημόνιο. Και δεν είναι κρυφό ότι και τα μετρά για το χρέος θα εξαρτηθούν από την έκβαση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δανειστών. Για αυτούς τους λογούς διαμορφώθηκε μια εξαιρετικά περιπλοκή κατάσταση την οποία η κυβέρνηση αντιμετώπισε επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη δυνατή εξισορρόπηση των κοινωνικών συνεπειών των οποίων μέτρων και απαιτήσεων.
Τα αποτελέσματα θα αποτιμηθούν νηφάλια και ολοκληρωμένα με την ολοκλήρωση της συμφωνίας. Εκείνο που θα ήθελα από τώρα να πω είναι πως κάνουν λάθος όσοι από άγνοια ή ως αντιπολιτευτική τακτική υποτιμούν τα αντίμετρα που πέτυχε η κυβέρνηση και την αρχή της δημοσιονομικής ουδετερότητας που τα διέπει.
Και τούτο γιατί με τα λεγόμενα αντίμετρα αντιμετωπίζονται σημαντικά κοινωνικά και άλλα προβλήματα. Επίσης εάν η αρχή της δημοσιονομικής ουδετερότητας είχε αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ίσχυε και τα προηγούμενα χρόνια, το κοινωνικό κόστος θα ήταν σαφώς ηπιότερο, οι ανισότητες θα ήταν μικρότερες και η έξοδος από τα Μνημόνια θα ήταν ταχύτερη.
Διδάγματα από τη διαπραγμάτευση
Το βασικό συμπέρασμα που πρέπει να αντλήσουμε από τη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση είναι ότι οι σχέσεις στο εσωτερικό της ευρωζώνης παραμένουν ασύμμετρες. Και με τα Μνημόνια και την επιτροπεία η ασυμμετρία πολλαπλασιάζεται. Διότι οι Ευρωπαίοι ορισμένες φορές συμπεριφέρονται, άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο, ως δανειστές παρά ως εταίροι. Αυτή είναι η αλήθεια. Έκφραση αυτής της ασυμμετρίας είναι η συχνή και αυθαίρετη αλλαγή των όρων, η «μετακίνηση των γκολπόστ» όπως λέγεται στη γλώσσα του ποδοσφαίρου, η συχνή επίκληση, στα όρια του εκβιασμού, της δύναμης του δανειστή αντί του έλλογου επιχειρήματος, η προσθήκη νέων θεμάτων πέραν των αρχικών συμφωνιών, οι χαοτικές διαδικασίες και οι κοστοβόρες καθυστερήσεις.
Η κυβέρνηση αντιμετώπισε αυτήν την ασυμμετρία ισχύος με ψυχραιμία, προετοιμασία και σχέδιο. Οι παράγοντες που βοήθησαν για να πετύχει ένα υπό τις δεδομένες συνθήκες ισορροπημένο αποτέλεσμα, ήταν:
• Πρώτον, η επίτευξη των στόχων και σε ορισμένες περιπτώσεις η υπέρβαση τους.
• Δεύτερον, η διαμόρφωση θετικών συσχετισμών, πολύ θετικότερων σε σχέση με το παρελθόν στο ευρωπαϊκό πολιτικό επίπεδο.
• Τρίτον, η πολιτικοποίηση του προβλήματος και η αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων, περιλαμβανομένων και εκείνων που μας δίνει η συμμετοχή μας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ.
Η αντιμετώπιση αυτής της ασύμμετρης σχέσης όμως, εκτός των παραπάνω απαιτεί και ένα πιο ισχυρό εσωτερικό κοινωνικό μέτωπο, με πληρέστερη ενημέρωση της κοινωνίας και πιο ενεργή εμπλοκή κοινωνικών και επαγγελματικών οργανώσεων. Από την άποψη αυτή πρέπει να παρατηρήσω ότι δεν βοήθησαν πολιτικές δυνάμεις, κοινωνικοί φορείς και παράγοντες της δημόσιας ζωής που σε κρίσιμες στιγμές αντιπαράθεσης με παράλογα αιτήματα των δανειστών πήραν τη θέση των τελευταίων ή τήρησαν την υποκριτική στάση του Πόντιου Πιλάτου. Και οι δυο αυτές στάσεις πρέπει να προβληματίσουν διότι όπως και εκ του αποτελέσματος προκύπτει δεν ζημιώνουν την κυβέρνηση, αλλά, εάν έχουν κάποιο αποτέλεσμα, αυτό είναι ότι προσφέρουν άλλοθι και επιχειρήματα σε όσους θέλουν να δυσκολεύουν τη θέση της χώρας.
Οι διαπιστώσεις αυτές αφορούν και στο μέλλον. Για να βγούμε οριστικά από τα Μνημόνια πρέπει να ηττηθούν εκείνες οι δυνάμεις και εκείνες οι απόψεις που άλλοτε ανοιχτά και άλλοτε συγκαλυμμένα, εκτός αλλά και εντός της χώρας, υποστηρίζουν την εσωτερίκευση των μνημονίων ως ένα πάγιο καθεστώς, ως μια μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης από το κοινό ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο.
Με άλλα λόγια, το τέλος των Μνημονίων δεν θα έρθει αυτόματα ως μια τυπική διαδικασία το καλοκαίρι του 2018, αλλά θα κριθεί από το τί θα κάνουμε από τώρα ως το καλοκαίρι του 2018, από την ικανότητά μας να οργανώσουμε από τώρα σε νέες βάσεις την πολιτική μας ζωή μετά το 2018, έπειτα από τα Μνημόνια και την επιτροπεία.
Πρωτίστως λοιπόν, όπως τόνισε και ο Πρωθυπουργός στο Υπουργικό Συμβούλιο, χρειάζεται σκληρή δουλειά από όλους, σοβαρός προγραμματισμός, αποτελεσματικός συντονισμός και ιεράρχησή των προτεραιοτήτων.
Νέες προτεραιότητες
Και μια από τις προτεραιότητες της περιόδου, αν όχι και η σημαντικότερη, είναι η δραστική μείωση της ανεργίας, η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Ο στόχος αυτός πέρα από τα επί μέρους μέτρα που μπορούν να αμβλύνουν επιμέρους διαστάσεις του προβλήματος συνδέεται με τις επενδύσεις, τις νέες παραγωγικές εξειδικεύσεις το νέο παραγωγικό υπόδειγμα.
Μέσα σ’ αυτό το ευρύτερο πλαίσιο πρέπει να δούμε και το πρόβλημα της υπερχρέωσης. Στόχος είναι η ρύθμιση των χρεών να υπηρετήσει την παραγωγική ανασυγκρότηση, να στηρίξει τη βιώσιμη και κοινωνικά υπεύθυνη επιχειρηματικότητα, να βοηθήσει τις παραγωγικά βιώσιμες επιχειρήσεις να απαλλαγούν από την παγίδα της υπερχρέωσης, να βρουν πρόσβαση σε νέα υγιή και εξυπηρετήσιμη χρηματοδότηση, να στηριχτούν για να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, να στραφούν σε καινοτόμες και εξωστρεφείς δραστηριότητες.
Το ζήτημα όμως των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν αφορά μόνο τις προοπτικές της απασχόλησης και της ανάπτυξης. Αφορά την επιβίωση χιλιάδων επιχειρήσεων και επαγγελματιών πολλοί από τους οποίους είναι σε οριακό σημείο. Αφορά επίσης τις τράπεζες που για να γίνουν τράπεζες ξανά, για να μπορούν δηλαδή να παίξουν το ρόλο τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας, πρέπει να προχωρήσουν άμεσα με αποφασιστικότητα αλλά και με κοινωνική ευθύνη σε δραστική μείωση των κόκκινων δανείων.
Αν και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τη βάση της οικονομίας, ο δυναμισμός τους μένει παγιδευμένος λόγω της υπερχρέωσης προς τράπεζες, Δημόσιο, ασφαλιστικά Ταμεία και ιδιώτες προμηθευτές. Σε πολλές περιπτώσεις, το αρχικό χρέος έχει καταστεί μη εξυπηρετήσιμο λόγω της διόγκωσης του με πανωτόκια, προσαυξήσεις και πρόστιμα.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις τόσο καιρό συναντούσαν έναν «τοίχο»: μια ακαμψία από όλους τους πιστωτές. Καμιά συνεννόηση, καμιά διαπραγμάτευση. Μόνο πάγιες ρυθμίσεις, που είτε απορροφούσαν και την τελευταία ρευστότητα των επιχειρήσεων ή κάποιες μη βιώσιμες λύσεις που διόγκωναν ακόμη περισσότερο το πρόβλημα, αφού οι επιχειρήσεις πλήρωναν ενώ το χρέος συνέχιζε να μεγαλώνει…
Από την άλλη μεριά οι τράπεζες αδυνατούσαν να τους παρέχουν χρηματοδότηση γιατί κουβαλούσαν ένα τεράστιο βάρος μη εξυπηρετούμενων δανείων, κάτι που οδήγησε σε 3 διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις.
Έτσι λοιπόν, οι επιχειρήσεις και ειδικά οι μικρομεσαίες δεν είχαν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση, είτε από το τραπεζικό σύστημα είτε από το ΕΣΠΑ για να επιβιώσουν, οπότε ορισμένες από αυτές διακρατούσαν φόρους και μισθούς.
Αυτή την κατάσταση παραλάβαμε ως Κυβέρνηση. Το αδιέξοδο αυτό, χρόνο με το χρόνο μετακυλυόταν άλυτο και διογκούμενο. Οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις αποδείχτηκαν ατελέσφορες. Ο λεγόμενος «νομός Δένδια» έπεσε στο κενό.
Οι αριθμοί πιστοποιούν τις επικίνδυνες διαστάσεις του προβλήματος:
• Το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων από 13,6 δισ. ευρώ που ήταν το 2008, υπερδιπλασιάστηκε ήδη το 2010 οπότε και ανήλθε στο 29,7 δισ. για να φθάσει το 2014 στα 78,5 δισ.
• Ως ποσοστό στο σύνολο των δανείων από 5% που ήταν το 2008 έφτασαν το 10,38% το 2010 και το 33,77% το 2014.
• Από το δεύτερο τρίμηνο του 2016 η αύξηση των κόκκινων δανείων ανακόπτεται και αρχίζει να παρατηρείται μικρή μείωση. Το συνολικό ύψος τους από 78,5 δισ. που ήταν το 2014 πέφτει στα 75.9 δισ. το 2016. Ως ποσοστό του συνόλου, στο τέλος του 2016 διαμορφώνονται στο 36,2% που για πρώτη φορά είναι χαμηλότερο από το στόχο που είχε θέσει η Τράπεζα της Ελλάδος που ήταν 36,4%.
Η βαθύτερη ανάλυση της εξέλιξης των κόκκινων δάνειων δείχνει ότι υπάρχει στενή συσχέτιση με την ύφεση και την ανεργία. Η ανάκαμψη επομένως της οικονομίας και της απασχόλησης θα είναι ο καταλύτης για τη δραστική μείωση των κόκκινων δάνειων. Εδώ που φτάσαμε όμως η ανάκαμψη εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη ρύθμιση των δάνειων. Πρέπει λοιπόν να σπάσουμε το φαύλο κύκλο ύφεση και υπερχρέωσης.
Για να το πω με δυο λόγια: δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για αναβλητικότητα δεν υπάρχει καθόλου χρόνος για χάσιμο. Ούτε για τις τράπεζες ούτε για τη δημοσιά διοίκηση ούτε για τους δανειολήπτες.
Και το μέσο της αναγκαίας επιτάχυνσης των βημάτων για την αντιμετώπιση αυτής της δραματικής κατάστασης είναι ένα καινοτόμο εργαλείο, μια σημαντική μεταρρύθμιση: ο Νόμος του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων.
Και αυτό το Νόμο τον φέρνει η δική μας Κυβέρνηση που κάποιοι χαρακτηρίζουν ως «μη φιλική στην επιχειρηματικότητα». Αλλά στην πολιτική σημασία έχει όχι τόσο τί λέει κάνεις αλλά τί κάνει στην πράξη.
Εμείς λοιπόν διαπραγματευτήκαμε και καταφέραμε να συμφωνήσουμε με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, Θεσμούς, τράπεζες και φορείς, για να φτιάξουμε έναν Νόμο που αφορά όλα τα μεγέθη και κατηγορίες των επιχειρήσεων, μικρές, μεσαίες και μεγάλες. Που περιέχει θετικές ρυθμίσεις και για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Ο Νόμος του εξωδικαστικού μηχανισμού θέτει ένα πλαίσιο ρύθμισης όλων των χρεών των επιχειρήσεων, στη βάση μιας μελέτης βιωσιμότητας που τεκμηριώνει την πραγματική δυνατότητα αποπληρωμής.
Ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβάνονται και ρυθμίζονται και τα προσωπικά χρέη των επιχειρηματιών. Γιατί πολλοί επιχειρηματίες έλαβαν προσωπικά δάνεια και μετά έβαλαν τα χρήματα στις εταιρείες τους, με σκοπό να τις στηρίξουν. Δίνουμε λοιπόν ενιαία λύση και σε αυτό το πρόβλημα.
Γιατί θέλουμε να εξυγιάνουμε τις επιχειρήσεις για να συνεισφέρουν στην οικονομία και να δημιουργήσουν απασχόληση. Αν από τις 600 χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις μπορέσουν οι 100.000 να δημιουργήσουν από μια νέα θέση εργασίας, ο αντίκτυπος θα είναι καταλυτικός και στη μείωση της ανεργίας και στη τόνωση της ανάκαμψης. Όμως πρέπει να σημειώσω ότι στόχος δεν είναι να επιβραβεύσουμε στρατηγικούς κακοπληρωτές, ούτε να δώσουμε συγχωροχάρτια σε όσους πήραν και σε αυτούς που έδιναν θαλασσοδάνεια. Το ακριβώς αντίθετο επιδιώκουμε, μάλιστα.
Για αυτό και ο νόμος απαιτεί να υποβάλλουν όλοι ένα πλήρες περιουσιολόγιο και να παραιτηθούν από κάθε είδους απόρρητο στοιχείων, έτσι ώστε να μπορούν να ελεγχθούν όλα τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης, και του επιχειρηματία, ώστε να ξεχωρίσει επιτέλους η ήρα από το στάρι.
Επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο να αναφέρω ορισμένες από τις μείζονες θετικές διαστάσεις της ρύθμισης αυτής για τον εξωδικαστικό μηχανισμό:
Με το νόμο αυτό για πρώτη φορά αντιμετωπίζονται από κοινού όλων των ειδών τα χρέη.
Η λύση μπορεί να περιλαμβάνει υπό προϋποθέσεις και «κούρεμα» προστίμων, προσαυξήσεων ακόμη και βασικού κεφαλαίου, δανείου ή φόρου. Επιπλέον και ειδικά για το Δημόσιο παρέχονται πλέον έως 120 δόσεις αποπληρωμής.
Οι μικροί πιστωτές (κυρίως προμηθευτές και εργαζόμενοι) εξαιρούνται από κάθε είδους ρύθμιση και πρέπει να εξοφληθούν εις όλον. Άρα στις περιπτώσεις των μεγάλων επιχειρήσεων που θα ενταχθούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό και θα ρυθμίσουν τα χρέη τους, θα έχουν ρητή υποχρέωση να εξοφλήσουν τους μικρούς προμηθευτές τους, που είναι κυρίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Εάν η μειοψηφία των πιστωτών θέσει σοβαρή ένσταση, τότε η επιχείρηση μπορεί να απευθυνθεί στο δικαστήριο, έτσι ώστε με συντεταγμένο τρόπο να λάβει και τη δικαστική επικύρωση. Σε κάθε περίπτωση η επιχείρηση έχει εξυγιανθεί και δεν θεωρείται πλέον «κόκκινη», οπότε μπορεί να αξιοποιήσει νέα χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα τα ειδικά χρηματοδοτικά εργαλεία ή / και το ΕΣΠΑ.
Ειδικά για τις ατομικές επιχειρήσεις χωρίς πτωχευτική ικανότητα, δηλ. τους ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς και τις λοιπές επιχειρήσεις που έχουν χρέη κάτω των 20 χιλιάδων ευρώ, ο Νόμος προβλέπει ρητά ότι πλέον μπορούν να απευθύνονται απευθείας στις δημόσιες υπηρεσίες (ΔΟΥ, ΕΦΚΑ) και να λαμβάνουν παρόμοιες ρυθμίσεις με τις επιχειρήσεις που εντάσσονται στο Νόμο του εξωδικαστικού. Εγκαινιάζουμε λοιπόν ένα νέο πλαίσιο ρυθμίσεων στο δημόσιο για όλες τις επιχειρήσεις, που εξετάζει και λαμβάνει υπόψη την πραγματική ικανότητα αποπληρωμής.
Ουσιαστικός διάλογος – Ευρείες συναινέσεις
Όπως τόνισα και στην αρχή, οι αναγκαίες αλλαγές απαιτούν ένα μίνιμουμ συναίνεσης και στήριξης από ευρείες κοινωνικές πλειοψηφίες. Για αυτό είπα ότι χρειαζόμαστε κοινωνικό διάλογο ουσίας και όχι τυπικό, διάλογο που δεν θα γίνεται για το «θεαθήναι» αλλά θα επιδιώκει κοινούς τόπους και προωθητικές συγκλίσεις ακόμη και εκεί που υπάρχουν πραγματικές και μεγάλες διάφορες. Και αυτό δεν είναι ανέφικτο. Επετεύχθη ως ένα βαθμό και στο θέμα του εξωδικαστικού διακανονισμού. Αρχικά οι διάφορες φαίνονταν αγεφύρωτες. Τελικά όμως υπήρξε εάν αποτέλεσμα όχι μόνο θετικό αλλά και από ορισμένες απόψεις πρωτοποριακό. Και αυτό φάνηκε και στη Βουλή, όπου πέρα από την κριτική αναγνωρίστηκε από βουλευτές και άλλων κομμάτων η σημασία της πρωτοβουλίας αυτής. Όμως όπως όλοι οι νομοί έτσι και αυτός θα κριθεί στη πράξη.
Ο νόμος θα ισχύσει 3 μήνες μετά την τη ψήφισή του. Το διάστημα αυτό είναι κρίσιμο και πρέπει να αξιοποιηθούν για να γίνουν όλες οι τεχνικές προετοιμασίες. Αν και έχει προηγηθεί εκτεταμένη διαβούλευση θέλω να διαβεβαιώσω ότι αν ακόμη και τώρα η δημόσια συζήτηση ή πρακτική εφαρμογή αναδείξει ζητήματα που επιδέχονται βελτίωσης, η κυβέρνηση θα είναι ανοιχτή να τα συζητήσει.