«Ένα κεφάτο πικ νικ»
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στις 19 Φεβρουαρίου
Αν ο Strauss συνδέθηκε με το βιεννέζικο βαλς και τη βιεννέζικη οπερέτα, στα καθ’ ημάς ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης (1883-1950) είναι αυτός που καθιέρωσε τη λεγόμενη αθηναϊκή οπερέτα, της οποίας τα τραγούδια τραγουδιούνται μέχρι σήμερα. Ο Σακελλαρίδης ανήκε σε οικογένεια διακεκριμένων μουσικών –ο πατέρας του ήταν μουσικοδιδάσκαλος και μεταρρυθμιστής της βυζαντινής μουσικής, ο δε αδελφός του βαρύτονος– και σπούδασε μουσική και σύνθεση σε Αθήνα, Ιταλία και Γερμανία. Μόλις 20χρονος έδωσε μαζί με τον πατέρα του και τον αδελφό του σειρά επιτυχημένων συναυλιών με δικές του συνθέσεις στο Βασιλικό Ωδείο του Μονάχου, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές. Τότε γράφει και την πρώτη του όπερα, «Ο Υμέναιος», σε λιμπρέτο Ιωάννη Φραγκιά και συνεχίζει να συνθέτει όπερες («Ο πειρατής», «Ο κουρσάρος» κτλ.) έως το 1912 που ανεβαίνει στην ελληνική σκηνή η διάσημη οπερέτα του Hervé «Μαμζέλ Νιτούς» και γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Από κει και πέρα ο Σακελλαρίδης παραδίδει κυριολεκτικά το τάλαντό του στις χάρες της οπερέτας και γράφει την πρώτη του με τίτλο «Σία και αράξαμε» σε λιμπρέτο των Πολύβιου Δημητρακόπουλου και Στέφανου Γρανίτσα, η οποία ανεβαίνει στις 8 Μαΐου 1914 και σπάει ταμεία. Μέχρι τον θάνατό του ο Σακελλαρίδης θα γράψει ογδόντα οπερέτες καθώς επίσης και μουσική για επιθεωρήσεις – προπαντός από το 1930 και μετά. Ωστόσο, παρά τη μεγάλη δόξα που γνωρίζει κατά τη διάρκεια της ζωής του και παρά το ότι άκουγε τα τραγούδια του να τραγουδιούνται πολλά χρόνια αφότου τα είχε συνθέσει, ο Σακελλαρίδης πέθανε πικραμένος και πάμπτωχος. Και όμως δεν είναι λίγοι οι μουσικολόγοι που τον κατατάσσουν ανάμεσα στα πρώτα ονόματα της οπερέτας διεθνώς με την επιπλέον σημείωση ότι αν διέμενε στη Βιέννη θα μπορούσε θαυμάσια να ανταγωνιστεί ακόμα και τον Lehár. Η μουσική του Σακελλαρίδη είναι μελωδικότατη, ζωηρή, επηρεασμένη από την αυστριακή και τη γαλλική οπερέτα, με ελληνικά και ανατολίτικα μοτίβα. Στις οπερέτες του ο Σακελλαρίδης σκιαγραφεί την αστική αθηναϊκή ζωή όπως είχε αρχίσει να διαμορφώνεται από τα τέλη του 19ου αιώνα και το πρώτο τέταρτο του 20ού. Οι ήρωες και οι ηρωίδες του είναι συνήθως Αθηναίοι εύποροι των οποίων τα νεόπλουτα ήθη και τις σουσουδίστικες συμπεριφορές διακωμωδεί μπλέκοντάς τους σε τερπνά παιχνίδια παρεξηγήσεων και φαρσικών καταστάσεων.
Το ίδιο κάνει και στο «Πικ Νικ» που ανεβαίνει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στις 19 Φεβρουαρίου. Το «Πικ Νικ» κάνει πρεμιέρα για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1915 στο θέατρο «Πανελλήνιον» σε λιμπρέτο Νικολάου Λάσκαρη και γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία. Το πασίγνωστο τραγούδι «Σφίξε με» τραγουδιέται και χορεύεται απ’ όλη την Αθήνα της εποχής. Το «Πικ Νικ» αναφέρεται σε μια σειρά φαρσικές περιπέτειες και παρεξηγήσεις που γίνονται κατά τη διάρκεια ενός πάρτι στον «Κήπο της Κολοκυνθούς» που διοργανώνει ο νικητής του λαχείου υπέρ… «της αποξήρανσης της Μεσογείου», με αφορμή τους αρραβώνες της κόρης του. Κάτω από τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Στάθη Λιβαθινού –που σκηνοθετεί για πρώτη φορά για το μουσικό λυρικό θέατρο– αναβιώνει η Αθήνα της belle époque όπου το κυνήγι της τύχης, η ψευδαίσθηση της ευτυχίας και η προσδοκία μιας αιώνια ανέφελης ζωής κινούν έναν ολόκληρο κόσμο.
Το «Πικ Νικ» είναι μια συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών με την ορχήστρα της Καμεράτα και εντάσσεται στον κύκλο Όπερα Οπερέτα που πέρσι μας έδωσε τη διασημότερη οπερέτα του Σακελλαρίδη, τον «Βαφτιστικό», σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Την ορχήστρα της Καμεράτα διευθύνουν οι Γιώργος Πέτρου και Α. Συμεωνίδης. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι της Ελένης Μανωλοπούλου, η χορογραφία της Έρσης Πήττα και η δραματουργική επεξεργασία της Έλσας Ανδριανού. Συμπράττει η Χορωδία των Μουσικών Συνόλων του Δήμου Αθηναίων. Στους ρόλους γνωστοί λυρικοί τραγουδιστές και ηθοποιοί. Για οκτώ παραστάσεις, 19 με 28 Φεβρουαρίου. Στις 22 και 23 Φεβρουαρίου θα δοθεί ακόμα μία παράσταση στις 4 το απόγευμα.
Της Έλενας Χουζούρη από το diastixo.gr